Η ενεργειακή φτώχεια είναι μεγάλο πρόβλημα όχι μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες αλλά και στις χώρες του Βορρά. Εμφανίζεται όμως με διαφορετικές μορφές: στην Αφρική, για παράδειγμα, υπάρχουν περιοχές όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα ή σε καθαρή ενέργεια για μαγείρεμα, καθαριότητα κα.
Στην Ευρώπη, στην Αμερική κι άλλες βιομηχανικές χώρες δεν υπάρχει πλέον θέμα πρόσβασης στα ενεργειακά δίκτυα αλλά πρόβλημα – για ορισμένες κατηγορίες πολιτών – που αδυνατούν να πληρώνουν τους λογαριασμούς ενέργειας (ηλεκτρισμό, θέρμανση/ψύξη, μετακίνηση κα).
Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρ’ όλο που το πρόβλημα της πρόσβασης σε ηλεκτρισμό και τις ενεργειακές υπηρεσίες έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από ότι στις φτωχότερες χώρες, η ενεργειακή φτώχεια αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια ως ένα πρόβλημα των φτωχότερων κοινωνικών ομάδων σε συνδυασμό με την άνοδο της τιμής των υπηρεσιών ενέργειας. Σε πρόσφατη μελέτη του Buildings Performance Institute Europe με τίτλο “Αlleviating fuel poverty in the EU” υπάρχει η εκτίμηση πως ο αριθμός των Ευρωπαίων πολιτών που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενεργειακά φτωχοί ανέρχεται σε 50-125 εκατομμύρια.
To Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας, η ΚΟΙΝΣΕΠ “ΑΝΕΜΟΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ“ και το Ινστιτούτο Κτιρίων Μηδενικής Ενεργειακής Κατανάλωσης (ΙΝΖΕΒ) ολοκληρώνουν μια πρόταση πολιτικής για την εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα που, αξιοποιώντας και την ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία, επιδιώκει την προώθηση προτάσεων που ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα.
Στόχος της πρότασης αυτής είναι το πέρασμα από μια προσέγγιση που είναι κυρίως επιδοματική και δεν αντιμετωπίζει πραγματικά το πρόβλημα (ανακουφίζει μόνο προσωρινά μερικά νοικοκυριά από την πιο ακραία ενεργειακή φτώχεια) σε μια καινοτόμο κοινωνική πολιτική που συνδυάζεται αποτελεσματικά με την ενεργειακή, κλιματική και οικονομική πολιτική. Προτείνεται, λοιπόν, η σταδιακή μετάβαση σε νέο μοντέλο κοινωνικής πολιτικής που περνάει από την παθητική πολιτική (επιδόματα) στην ενεργητική πολιτική (εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας). Για τον σκοπό αυτό απαιτείται μία καινοτόμος κοινωνική πολιτική η οποία θα αλλάξει σταδιακά και τον τρόπο διάθεσης των πόρων, από τα επιδόματα προς τις επενδύσεις.
Έχει αποδειχτεί ότι τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που διατίθενται ετησίως με τη μορφή επιδομάτων (περίπου 650 εκατ Ευρώ τα τελευταία χρόνια) δεν μειώνουν αλλά αντίθετα συντηρούν το φαινόμενο, καθώς ανακουφίζουν προσωρινά τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε ενεργειακή φτώχεια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τα στηρίζουν ώστε να βγουν από αυτή την κατάσταση. Οι πόροι αυτοί που διατίθενται σήμερα με την μορφή επιδομάτων και επιδοτήσεων συνδυαζόμενοι έξυπνα, με εναλλακτικά χρηματο-οικονομικά εργαλεία (πχ Πράσινο Ταμείο, «δικαιώματα» εκπομπών αερίων θερμοκηπίου) και πόρους από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά κι Επενδυτικά Ταμεία, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε ένα κεφάλαιο της τάξης του 1 δις ευρώ ετησίως με το οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν προγράμματα που θα επιτυγχάνουν ταυτοχρόνως κοινωνικούς, κλιματικούς-περιβαλλοντικούς και οικονομικούς στόχους, με έμφαση στην εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας των νοικοκυριών μέσω στοχευμένων προγραμμάτων βελτίωσης της ενεργειακής αποτελεσματικότητας των κατοικιών. Μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να αναζωογονήσει δημιουργικά την οικονομία και να δημιουργήσει πολλές νέες θέσεις εργασίες σε τομείς όπου υπάρχει μεγάλη ανεργία σήμερα (κλάδοι και τομείς της οικοδομής αλλά και απόφοιτοι ΑΕΙ/ΤΕΙ).