του Νίκου Χρυσόγελου
Η υγειονομική κρίση, αν και δεν ήταν απρόβλεπτη, αιφνιδίασε τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς θεσμούς όσο και τις κοινωνίες. Η αρχική αμηχανία και έλλειψη συντονισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο άφησε πίσω ένα κενό, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που ελήφθησαν σε πρώτη φάση να είναι ασυντόνιστες και μονομερείς. Αφορούσαν τα εθνικά όρια, ενώ η πανδημία ξεπερνούσε τα σύνορα. Η διακρατική μέθοδος λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο θύμισε, επίσης, σε πολλούς τα προβλήματα και τις καθυστερήσεις κατά την δημοσιονομική κρίση.
Στην πορεία όμως, έστω και με κάποιες δυσκολίες, υιοθετήθηκαν πιο ευέλικτες διαδικασίες, ενώ εργαλεία που αναπτύχθηκαν εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης απέκτησαν νέο ρόλο στην υγειονομική. Μέσα στον Μάιο υιοθετήθηκε ένα σαφώς μεγάλο πακέτο για να στηριχθεί η οικονομία και η εργασία και να μετριαστούν, οι έτσι κι αλλιώς σημαντικές, κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης.
Στα σημαντικά καταγράφεται το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέχισε να αποφασίζει και να συν-νομοθετεί υιοθετώντας ψηφιακή λειτουργία, καθώς και να συνδιαμορφώνει πολιτικές και εργαλεία με ταχύτητα κι ευελιξία, ακόμα και σε συνθήκες κοινωνικής αποστασιοποίησης και περιορισμού μετακινήσεων, υπερασπιζόμενο εμπράκτως την δημοκρατική λειτουργία ακόμα και σε περιόδους κρίσης.
Σε τι κόσμο θέλουμε να επιστρέψουμε;
Από την κοινωνική αποστασιοποίηση οι κοινωνίες περνάνε σταδιακά στην κανονικότητα η οποία, ωστόσο, παραμένει άγνωστη. Η πανδημία ανέδειξε αδυναμίες, στρεβλώσεις και ανισότητες στην οικονομία, στο παραγωγικό μοντέλο και στην κοινωνική οργάνωση. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε προβλήματα που ήρθαν στην επιφάνεια ή μεγεθύνθηκαν λόγω κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί κλάδοι και δραστηριότητες δεν θα επιστρέψουν στο σημείο που βρίσκονταν πριν από την πανδημία είτε επειδή θα πληγούν σοβαρά από την κρίση και δεν θα μπορέσουν να ανακάμψουν είτε γιατί συνειδητοποιούνται προβλήματα που υπάρχουν και αναζητούνται αλλαγές.
Ούτε o κόσμος μας και η οικονομία μπορούν να επιστρέψουν στο προηγούμενο μοντέλο. Επίσης, η Ευρώπη δεν μπορεί και δεν θα είναι ίδια αλλά και κάθε χώρα ξεχωριστά πρέπει να ξαναδεί το μέλλον της μέσα από νέες ιδέες και νέο τρόπο σκέψης, αξιοποιώντας και τις εμπειρίες της περιόδου σε καραντίνα. Αυτό ισχύει φυσικά και για την Ελλάδα, που παρά ορισμένες βελτιώσεις και αλλαγές που προωθήθηκαν μέσα στην 10ετή κρίση, δεν κατάφερε να αλλάξει ουσιαστικά το παραγωγικό της μοντέλο.
Η πανδημία έχει επιταχύνει θετικές αλλαγές σε πολλούς τομείς: έκρηξη τεχνολογικής καινοτομίας, εντυπωσιακές πρωτοβουλίες από την κοινωνική οικονομία, ψηφιακός εκσυγχρονισμός, τηλε-εκπαίδευση και τηλε-εργασία, επανασύνδεση με τους δημόσιους και τους φυσικούς χώρους, εκτίμηση των μικρών απολαύσεων της καθημερινότητας, (προσωρινή) μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, ανάκτηση χώρου για το ποδήλατο μέσα στις πόλεις, διάθεση τεράστιων ποσών για τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και όχι μόνο για μια οικονομία φούσκα.
Αν και δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η επόμενη μέρα από επιδημιολογική άποψη, το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στην διάσωση και ανάκαμψη της οικονομίας, της εργασίας, των συστημάτων υγείας, και της κοινωνικής συνοχής. Είναι σημαντικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν ότι η ανάκαμψη πρέπει να συμπεριλάβει όλους κι όλες, να μην αφήσει κανέναν και καμία μόνη. Αυτή η προσέγγιση, όμως, πρέπει να ενσωματωθεί και στα εθνικά προγράμματα με πρακτικό τρόπο, αλλιώς θα μείνει στα λόγια. Οι αβεβαιότητες είναι πολλές, όπως και οι αστάθμητοι παράγοντες. Την ίδια στιγμή, παραμένει ανοικτό το θέμα της σύνδεσης της ανάκαμψης με την υλοποίηση των δεσμεύσεων για την προστασία του κλίματος και τη μετάβαση (transition) σε μια νέα οικονομία μέσω μιας Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal).
Η κρίση θα είναι ιδιαίτερα βαθιά
Παρά την παροδική άνθηση ορισμένων τομέων της οικονομίας (υγεία, τεχνολογία, μεταφορές, προϊόντα καθαριότητας και προστασίας), η συνολική οικονομία σε παγκόσμιο, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο βρίσκεται ήδη μπροστά σε σοβαρά προβλήματα. Το μέγεθος της κρίσης μπορεί να είναι συγκρίσιμο με αυτό της μεγάλης ύφεσης του 1929 ή με την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, η κρίση, θα διαρκέσει πολλά χρόνια, δεν θα είναι για μερικούς μήνες. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ποσά που συζητιόνται σήμερα – πάνω από 5 τρις δολάρια- για τις ανάγκες διάσωσης της οικονομίας ήταν αδιανόητα μερικούς μόλις μήνες πριν.
Η επιστροφή στην οικονομία και στην “υπό όρους” κοινωνική δραστηριότητα δημιουργεί μεγάλα άγχη σε σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, ιδιαίτερα σε όσους/ες είχαν ήδη πληγεί από την δημοσιονομική κρίση. Η νέα κρίση θα πλήξει δυσανάλογα χώρες που:
-
δεν έχουν ισχυρή οικονομική και παραγωγική βάση, και το ΑΕΠ τους εξαρτιέται υπερβολικά από την κατανάλωση και τις εισαγωγές,
-
δεν έχουν επαρκείς πόρους ή δεν κάνουν αποτελεσματική και δίκαιη αξιοποίηση των υπαρχόντων πόρων για να ενισχύσουν την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τους/τις εργαζόμενους/ες με σημαντική αλλά στοχευμένη ρευστότητα,
-
έχουν μείνει πίσω στην κοινωνική, τεχνολογική και πράσινη καινοτομία, στην κατάλληλη εκπαίδευση, καθώς και στις δομές κοινωνικής οικονομίας, δεν θα μπορέσουν να μεταβούν γρήγορα σε νέα οικονομικά και παραγωγικά μοντέλα, να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή και να επιταχύνουν την πράσινη μετάβαση
-
είχαν μεγάλο αριθμό θυμάτων και υψηλές δαπάνες του συστήματος περίθαλψης
-
εντάθηκε η ανεπάρκεια των κοινωνικών υποδομών τους.
Η ανάκαμψη κάθε χώρας, όμως, εξαρτάται και από την συνολική προσπάθεια ανάκαμψης, καθώς και από χώρες με τις οποίες είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη (πχ εξαγωγές, τουρισμός, μετανάστες κ.ά.). Η παγκόσμια κρίση επηρεάζει ακόμα και τις οικονομικά πιο ισχυρές χώρες ως συνέπεια των επιπτώσεων από ενδογενείς όσο και εξωγενείς παράγοντες.
Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας εκτιμάει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο
– κινδυνεύουν περισσότερες από 436.000.000 επιχειρήσεις,
– τα πλήρη ή μερικά μέτρα lockdown έχουν επηρεάσει περισσότερα από 5 δις άτομα
– εκατομμύρια εργαζόμενοι δεν έχουν δουλειά και δεν μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους. Το να πεθάνεις από την πείνα ή από τον ιό είναι ένα πολύ πραγματικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν 1,6 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι στην άτυπη οικονομία, το μισό συνολικό παγκόσμιο εργατικό δυναμικό των 3,3 δισεκατομμυρίων.
Οι ευρωπαϊκές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της κρίσης στην ΕΕ
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020 (Communication on the 2020 Country Specific Recommendations – CSRs) , “η οικονομία της ΕΕ θα συρρικνωθεί κατά 7,5% το 2020 πριν ανακάμψει κατά 6% το 2021, περίπου εννέα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερες σε σύγκριση με την οικονομική πρόβλεψη του φθινοπώρου 2019. Η πανδημία και τα μέτρα περιορισμού έχουν επηρεάσει σοβαρά καταναλωτικές δαπάνες, βιομηχανική παραγωγή, επενδύσεις, εμπόριο, ροές κεφαλαίου και αλυσίδες εφοδιασμού. η ανεργία σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα ανέβει από το 6,7% το 2019 στο 9% το 2020 κι αναμένεται να πέσει στο 8% το 2021”.
“Η χαλάρωση των μέτρων περιορισμού τους επόμενους μήνες”, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, “θα πρέπει να θέσει το έδαφος για μια σταθερή ανάκτηση. Ωστόσο, η οικονομία της ΕΕ δεν προβλέπεται επί του παρόντος να καλύψει πλήρως τις απώλειες του έτους έως το τέλος του 2021, ενώ οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές είναι πολύ υψηλοί. Αν και η πανδημία έχει πλήξει όλα τα κράτη μέλη, οι οικονομικές συνέπειες διαφέρουν όπως και η μείωση της παραγωγής το 2020 (από -4,2% στην Πολωνία σε –9,7% στην Ελλάδα).
Οι ευρωπαϊκές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της κρίσης στην Ελλάδα
Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα θα αντιμετωπίσουν τα πιο σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Οι επιπτώσεις στην Ελληνική οικονομία θα είναι από πολύ σοβαρές μέχρι δραματικές. Η υγειονομική κρίση πλήττει σχεδόν το σύνολο της ελληνικής οικονομίας ακόμα και καινοτόμους τομείς ή τομείς που δεν είχαν πληγεί από την προηγούμενη δημοσιονομική κρίση (τουρισμός, εξαγωγές κ.ά.). Σύμφωνα με τις “εαρινές προβλέψεις” στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου του 2020, η ανεργία στην Ελλάδα αναμένεται να ανέλθει στο 19,9 % το 2020 και να υποχωρήσει στο 16,8 % το 2021.
Με βάση τις “εαρινές προβλέψεις” στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα είναι 6,4 % του ΑΕΠ το 2020 και 2,1 % το 2021. Ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να ανέλθει στο 196,4 % του ΑΕΠ το 2020 και στο 182,6 % το 2021.
Σύμφωνα με την έκθεση, “οι οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης στην Ελλάδα λόγω της νόσου COVID-19 αναμένεται να είναι σοβαρές, διότι συγκριτικά με άλλα κράτη μέλη η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους τομείς του τουρισμού και των μεταφορών. Στον τομέα του τουρισμού, η Ελλάδα ενδέχεται να χάσει μεγάλο μέρος των εσόδων σε σύγκριση με το 2019. Ο τουρισμός είναι ο σημαντικότερος εξαγωγικός κλάδος υπηρεσιών της ελληνικής οικονομίας και αντιστοιχούσε στο 45 % των εξαγωγών υπηρεσιών. Επιπλέον, ο τομέας της ναυτιλίας, ο οποίος αντιστοιχεί στο 40 % των εξαγωγών υπηρεσιών, αναμένεται επίσης να πληγεί από πτώση της ζήτησης, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο επιβραδύνεται λόγω της πανδημίας. Λόγω των μέτρων εγκλεισμού, της μείωσης των διαθέσιμων εισοδημάτων και της αύξησης της ανεργίας, αναμένεται σημαντική συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης”.
Επίσης, διαπιστώνεται ότι: “Η κρίση λόγω της COVID-19 ενδέχεται να επιδεινώσει και πάλι την κοινωνική κατάσταση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και να αυξήσει την εισοδηματική ανισότητα. Πριν από την έξαρση της πανδημίας, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού εξακολουθούσε να είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ, ενώ τα παιδιά και τα άτομα σε ηλικία εργασίας αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι οι ηλικιωμένοι. Σημαντικές πηγές ανησυχίας αποτελούσαν επίσης η φτώχεια των εργαζομένων, η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή στέγαση και η ενεργειακή φτώχεια.”
Εκτιμήσεις κυβέρνησης και ελληνικών φορέων για επιπτώσεις στην Ελλάδα
Οι μερικώς αισιόδοξες προβλέψεις πριν την πανδημία για ανάπτυξη το 2020 στην Ελλάδα κατά +2,3% και, στη συνέχεια, διόρθωση στο +1,8%, αντικαταστάθηκαν από εκτιμήσεις για ύφεση λόγω κοροναϊού η οποία σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο θα περιορίζονταν από το -0,5 έως το -1,5%, ενώ πλέον η ύφεση εκτιμάται στο -9,7% χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα ενίσχυσης και μετάθεσης αποπληρωμής υποχρεώσεων σε βάθος χρόνου.
To Υπουργείο Οικονομικών (ΥΠΟΙΚ) και ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΕΒ) υιοθετούν την λογική του V στην προσπάθεια πρόβλεψης των εξελίξεων στην οικονομία, δηλαδή μεγάλη ύφεση / κάμψη το 2020 κι απότομη εκτίναξη/ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που θα φτάσει στο προηγούμενο επίπεδο ή θα το ξεπεράσει (θετικό πρόσημο ανάπτυξης) μέσα στο 2021. Άλλοι προβλέπουν μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στην ύφεση ή πολύ πιο αργές διαδικασίες και ρυθμούς ανάκαμψης. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες: ποια θα είναι η επίπτωση στην διεθνή οικονομία, θα επανέλθει ή όχι η επιδημία, σε τι βάθος χρόνου θα επηρεαστεί ο τουρισμός, τι ποσοστό επιχειρήσεων θα μπορέσουν να ανακάμψουν τελικά κ.ά.
Εκτιμήσεις άλλων φορέων για επιπτώσεις στην Ελλάδα
Υπάρχουν, πάντως, κι άλλες πολύ πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για μεγάλη ύφεση (μεγαλύτερη του -10% για το 2020 και -13,2% για το 2021). Η έκθεση του ΟΟΣΑ για τις επιπτώσεις της πανδημίας και των μέτρων που ελήφθησαν υπολογίζει μεγαλύτερη εκτιμώμενη ύφεση της τάξης του -35% για την Ελλάδα υπό συγκεκριμένες παραδοχές (3% μείωση για κάθε μήνα lockdown). Επίσης, υπάρχουν εκτιμήσεις για αύξηση του δημόσιου χρέους στο 194-218%.
* Ο Νίκος Χρυσόγελος είναι πρώην ευρωβουλευτής των Πράσινων, πρόεδρος της ΔΕ της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης “Άνεμος Ανανέωσης” και μέλος του ελληνικού Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας