του Νίκου Χρυσόγελου
πρόεδρου της ΔΕ του Ανέμου Ανανέωσης
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία όσον αφορά την ένταση και τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης την οποία βιώνουμε πλέον με σαφή τρόπο.
Είναι γεγονός ότι η συγκέντρωση των αερίων που αλλάζουν το κλίμα (“αέρια θερμοκηπίου”) αυξάνεται με αποτέλεσμα να προκαλεί επιτάχυνση της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη. Η μέση θερμοκρασία έχει ανέβει ήδη κατά 1,0-1,4 0C και η τάση είναι να φτάσει τον +1,5 0C μέχρι το 2030 και τους +2 0C μεταξύ 2040-2050.
Το κλίμα του πλανήτη έχει αλλάξει σημαντικά σε διάφορες περιόδους ως αποτέλεσμα, όμως, άλλων παραγόντων (όπως πτώση μετεωριτών, αλλαγές στους ηλιακούς κύκλους κ.ά.) όχι όμως λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας. Επίσης, οι σημαντικές αλλαγές συνέβαιναν μέσα σε ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, χιλιάδων ή εκατομμυρίων χρόνων. Η διαφορά της θερμοκρασίας του αιώνα πριν τη βιομηχανική επανάσταση σε σχέση με την εποχή του τελευταίου από τους παγετώνες είναι περίπου 3,5 – 5 βαθμούς Κελσίου. Είναι, όμως, μετά την βιομηχανική επανάσταση που η ανθρωπότητα κατευθύνει το κλίμα σε μια ριζική και πολύ γρήγορη μεταβολή, προκαλώντας αύξηση της συγκέντρωσης των αερίων στην ατμόσφαιρα και κατά συνέπεια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας. Μέσα σε μόλις δύο αιώνες, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του 60 μέχρι σήμερα έχει μεταβληθεί η μέση θερμοκρασία κατά +1 έως 1,4 βαθμό, κάτι που μπορεί να οδηγήσει – αν συνεχιστεί – σε πλήρη αποσταθεροποίηση του.
Οι διαταραχές στο κλίμα δεν αφορούν μια μόνο περιοχή αλλά εξαπλώνονται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Έχουμε διαδοχικά ακραία φαινόμενα, για παράδειγμα κύματα καύσωνα, που ακολουθούνται στη συνέχεια από θυελλώδεις βροχοπτώσεις ή και χαλάζι, ενώ περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης πλήττονται από δυνατούς ανεμοστρόβιλους, όπως συνέβη πρόσφατα στην Πράγα (Τσεχία) και στο Βέλγιο ή σε μεσογειακές περιοχές, φαινόμενα τουλάχιστον ασυνήθιστα στις κλιματικές αυτές ζώνες. Βέβαια πάντα υπήρχαν ακραία καιρικά φαινόμενα, όμως αυτό που αλλάζει είναι η ένταση, η συχνότητα και κυρίως ότι εμφανίζονται σε κλιματικές ζώνες που δεν χαρακτηρίζονταν από παρόμοια φαινόμενα. Επίσης, έχουμε – μικρής έντασης ακόμα στη δική μας κλιματική ζώνη – φαινόμενα τσουνάμι σε παράκτιες περιοχές που συνήθως τα συνδέσουμε με συγκεκριμένους τύπους σεισμών αλλά εμφανίζονται τώρα και ως αποτέλεσμα αλλαγών στη θερμοκρασία, ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης.
Η κλιματική κρίση συνδέεται με την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και όχι απλώς με μεταβολές του καιρού που ακολουθεί έτσι κι αλλιώς τις διάφορες εποχές του χρόνου. Ενώ η ετήσια μέση θερμοκρασία παρέμενε σχεδόν σταθερή για χιλιάδες χρόνια, από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960 έχουμε σταδιακή αλλά επιταχυνόμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, που κατανέμεται διαφορετικά όμως στους πόλους και διαφορετικά στις διάφορες άλλες κλιματικές ζώνες.
Η κλιματική αλλαγή στην περιοχή μας
Η ένταση και οι επιπτώσεις φαίνεται να είναι πλέον πολύ πιο έντονες σε σχέση με τον μέσο πλανητικό όρο σε δύο κλιματικές ζώνες, σε αυτή που βρισκόμαστε εμείς με το ήπιο, εύκρατο κάποτε κλίμα καθώς και κοντά στους πόλους. Αυτό λίγο πολύ είναι αναμενόμενο με βάση τα σενάρια που επεξεργάζονταν οι επιστήμονες κάποια χρόνια πιο πριν στην προσπάθειά τους να προβλέψουν τις εξελίξεις στο κλίμα λόγω των “εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου”.
Ήδη καταγράφεται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1,56 °C στην Αθήνα
Σύμφωνα με το ιστορικό κλιματικό αρχείο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, “η δεκαετία 2011-2020 ήταν για την Αθήνα η θερμότερη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα, με το τέλος του 2020, συμπληρώθηκε και η νέα τριακονταετής κλιματική περίοδος 1991-2020, με τις μέσες τιμές της περιόδου αυτής να αποτελούν πλέον τις νέες κλιματικές τιμές, αποτυπώνοντας το ‘νέο’ κλίμα της Αθήνας”,όπως φαίνεται παραστατικά στο διάγραμμα, με βάση τις μετρήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Καύσωνες και κλιματική αλλαγή
Υψηλές θερμοκρασίες και κύματα καύσωνα δεν είναι πρωτοφανή φαινόμενα. Για παράδειγμα σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα καταγράφονται θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου και κάποτε ακόμα και 50 βαθμοί Κελσίου. Όμως, πλέον καταγράφονται θερμοκρασίες ρεκόρ σε κάποιες περιοχές που δεν αντιμετώπιζαν τέτοιες ακραίες θερμοκρασίες. Για παράδειγμα το να καταγράφονται θερμοκρασίες κοντά στους 50 0C στο Καναδά ή στη Σιβηρία ή να έχουμε μέσες θερμοκρασίες κοντά στους 36 βαθμούς Κελσίου κοντά στον Αρκτικό Κύκλο δεν είναι κάτι “αναμενόμενο”.
Ακόμα και στη χώρα μας έχουν κάποιες φορές καταγραφεί πολύ υψηλές θερμοκρασίες κοντά στους 40-44 0C. Η θερμοκρασία των 43 0C που σημειώθηκε στις 21/6/1916 , αποτέλεσε το απόλυτο ρεκόρ μέγιστης θερμοκρασίας στον κλιματικό σταθμό του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο για περίπου ένα αιώνα, όμως καταρρίφθηκε κατά τη διάρκεια του ισχυρού καύσωνα που έπληξε τα Βαλκάνια τον Ιούνιο του 2007. Ο σταθμός του Θησείου κατέγραψε 44.8 0C στις 26/6/2007, θερμοκρασία που αποτελεί πλέον το ρεκόρ όλων των εποχών μέχρι σήμερα στον συγκεκριμένο σταθμό από τα τέλη του 19ου αιώνα που υπάρχουν καταγραφές.
Όμως αυτές πλέον οι υψηλές θερμοκρασίες τείνουν να γίνουν μια νέα κανονικότητα για πολλές μέρες το χρόνο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), που έχει μετρήσεις θερμοκρασίας από τον κλιματικό σταθμό του ΕΑΑ, ο καύσωνας που έπληξε τη χώρα μας από τα τέλη Ιουλίου μέχρι και την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου 2021, χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους σφοδρότερους και μεγαλύτερους σε διάρκεια καύσωνες των τελευταίων δεκαετιών, και σίγουρα συγκρίσιμος με τους ιστορικούς καύσωνες του 1987 και 2007 που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η σπανιότητα του συγκεκριμένου καύσωνα μπορούν να αναδειχθούν μέσα από το ιστορικό κλιματικό αρχείο του ΕΑΑ που χρονολογείται από το 1890, και αποτελεί τη μοναδική ιστορική πηγή πληροφορίας για το κλίμα στην περιοχή μας, σε κλίμακα αιώνα. Περισσότερα από εξήντα επεισόδια καύσωνα ανιχνεύτηκαν από το 1890 έως σήμερα με την υιοθέτηση του συγκεκριμένου ορισμού για τον ορισμό του καύσωνα (κάθε επεισόδιο όπου η μέγιστη θερμοκρασία της ημέρας ήταν τουλάχιστον 37 0C για τουλάχιστον 3 συνεχόμενες ημέρες), με τουλάχιστον τα μισά να σημειώνονται μετά το 1998.
Αυτό που αλλάζει στη χώρα μας, λοιπόν, είναι ότι:
- Οι μέρες καύσωνα αυξάνονται σταδιακά λόγω κλιματικής κρίσης και θα φτάσουν κατά μέσον όρο από 1 μέρα καύσωνα το χρόνο μέχρι σήμερα σε 30 μέρες καύσωνα το χρόνο. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να ξεπεράσουμε απλώς πηγαίνοντας για μπάνιο στη θάλασσα….
- Μέση θερμοκρασία στην Αττική: Σύμφωνα με τα στοιχεία του ιστορικού κλιματικού αρχείου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, η Αθήνα είναι ήδη κατά 1,5 βαθμό Κελσίου θερμότερη σε σχέση με τη μέση θερμοκρασία της περιόδου 1860-1900.
- Αστική θερμική νησίδα στην Αττική: Η Αττική υποφέρει όλο και περισσότερο όχι μόνο από την επίδραση της κλιματικής κρίσης αλλά και από την λεγόμενη “αστική θερμική νησίδα” και τον συνδυασμό των δύο. Οι θερμοκρασίες του αέρα και των επιφανειών στο εσωτερικό των πόλεων είναι υψηλότερες κατά τουλάχιστον 10 βαθμούς Κελσίου, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στα περίχωρα των πόλεων. Ο θερμός αέρας παγιδεύεται ανάμεσα στα κτίρια, ενώ τα υλικά που χρησιμοποιούνται ευρέως (τσιμέντο, άσφαλτος) απορροφούν θερμότητα. Η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας και η αστική θερμική νησίδα κάνουν τη ζωή δυσκολότερη στην Αττική.
- Η ευεργετική επίδραση της θαλάσσιας αύρας και του αέρα από τα γύρω βουνά στο δροσισμό της πόλης και την ανανέωση του αέρα έχει περιοριστεί λόγω των υψηλών κτιρίων στην παράκτια ζώνη και των αυτοκινητοδρόμων μεταξύ των βουνών. Αυτός είναι και – συνοπτικά – ο λόγος που η πόλη δεν δροσίζεται το βράδυ και οι θερμοκρασίες παραμένουν υψηλές και τη νύχτα. Η θερμοκρασία στους δρόμους με μεγάλη κυκλοφορία μπορεί να είναι υψηλότερη και κατά 30 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με περιοχές με πράσινο.
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο στο περιοδικό του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, “η μεγάλη διάρκεια, οι υψηλές θερμοκρασίες και κατά τη διάρκεια της νύχτας, και η συνολική αθροιστική ζέστη (συνδυασμός έντασης και διάρκειας) ήταν από τα κύρια χαρακτηριστικά του καύσωνα του 2021. Οι συνθήκες αυτές αυξάνουν ιδιαίτερα τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός δε μπορεί να ανακάμψει από το υψηλό θερμικό φορτίο της ημέρας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορά των νυχτερινών θερμοκρασιών του πρόσφατου καύσωνα σε σχέση με τον ιστορικό καύσωνα του 1987, όπου οι νυχτερινές θερμοκρασίες ήταν κατά μέσο όρο 2 0C χαμηλότερες”.
Ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως καταιγίδες, καύσωνες και πλημμύρες προκάλεσαν οικονομικές απώλειες περίπου μισού τρισεκατομμυρίου ευρώ τα τελευταία 40 χρόνια και οδήγησαν σε 85.000 έως 145.000 ανθρώπινους θανάτους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Λιγότερο από το ένα τρίτο αυτών των απωλειών ήταν ασφαλισμένα, σύμφωνα με ανάλυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) για τις οικονομικές απώλειες και τους θανάτους από καιρικά φαινόμενα και που σχετίζονται με το κλίμα, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα.
Πολλές διεθνείς μελέτες δείχνουν τη συσχέτιση της εμφάνισης φυσικών καταστροφών και θερμοκρασιακών μεταβολών. Έχουμε πλέον αρκετά στοιχεία από την λεγόμενη Εποχή του Μικρού Παγετώνα (Little Ice Age) που επηρέασε τη ζωή στην Ευρώπη για ένα μεγάλο διάστημα, από περίπου το 1300 έως το 1850 – αλλά ήταν αποτέλεσμα μη – ανθρωπογενών μεταβολών στο κλίμα (κυρίως εκρήξεις ηφαιστείων). H διακύμανση της μέσης θερμοκρασίας αυτή την περίοδο ήταν περίπου -0,4 °C και σε κάθε περίπτωση μικρότερη του -1 °C. Τα φαινόμενα αυτά φαίνεται ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε μεγάλες καταστροφές της γεωργίας και της οικονομίας, όπως για παράδειγμα κατά το μεγάλο λιμό Great Famine of 1315–1317, σε αλλαγές ακόμα και στην μορφολογία ολόκληρων χωρών (permanent loss of large areas of land from the Danish, German, and Dutch coasts), στην εμφάνιση επιδημιών (Black Death) και τελικά μπορεί να έπαιξε ρόλο σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και στην εποχή των επαναστάσεων (τέλη 18ου αιώνα – μέσα 19ου αιώνα)
Φυσικά υπάρχουν πολύ περισσότερα επιστημονικά στοιχεία – και πιο πρόσφατα – που δείχνουν συσχέτιση φυσικών καταστροφών με μικρές θερμοκρασιακές μεταβολές, τουλάχιστον μικρότερες από αυτές που καταγράφονται ή πολύ περισσότερο προβλέπονται να συμβούν μέσα στον αιώνα λόγω κλιματικής αλλαγές, όπως για παράδειγμα στον πιο κάτω πίνακα:
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας που επικαιροποιείται αυτή την περίοδο, το οικονομικό κόστος των ζημιών στη χώρα μέσα στον αιώνα μας εξ αιτίας της κλιματικής κρίσης, αν ακολουθήσουμε το ‘business as usual” μοντέλο, θα φτάσει τα 700 δις ευρώ, που αντιστοιχεί σε 2,5 φορές περίπου το σημερινό δημόσιο χρέος της Ελλάδας.
Η μεγάλη πρόκληση είναι να προωθήσουμε μια πολιτική για το κλίμα στο επίπεδο της πρόληψης και της προσαρμογής που θα στρέψει οικονομικούς πόρους, υποδομές, εκπαίδευση στην πρόληψη αντί να καταβάλλουμε εκ το υστέρων μεγάλο κόστος λόγω των καταστροφών που θα προκαλεί με όλο και μεγαλύτερη ένταση η κλιματική κρίση. Ένα κατανοητό παράδειγμα είναι το κόστος των καταστροφών από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Ενώ δεσμεύονται ελάχιστοι πόροι στην πρόληψη πυρκαγιών και πλημμυρών, το κόστος που καταβάλλει η χώρα εκ των υστέρων λόγω των καταστροφών είναι πολλαπλάσιο. Αυτό που συνέβη το 2007 ή το 2018 ή τοο 2021 είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό. Όλες αυτές τις χρονιές η πρόληψη δεν υποστηρίχθηκε με αποτέλεσμα να έχουμε τεράστιο περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος από τις καταστροφές, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος για ένα τεράστιο οικονομικό κόστος αν ακολουθούμε το μοντέλο ‘business as usual”.
Πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις, υπό το συντονισμό του καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κων/νου Καρτάλη και μέλη, μεταξύ άλλων, τους Καθηγητές από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δημήτρη Οικονόμου και Χάρη Κοκκώση, τον Καθηγητή του University of New South Wales Μάνθο Σανταμούρη και τους φυσικούς περιβάλλοντος από το ΕΚΠΑ Ηλία Αγαθαγγελίδη και Αναστάσιο Πολύδωρο, ανέλυσε τα πλούσια διαθέσιμα δεδομένα και κατέληξε σε μια σειρά από εκτιμήσεις για την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας για τη χρονική περίοδο 2046-2065. “Οι απαντήσεις είναι δραματικές, και αποκαλύπτουν μια σκληρή αλήθεια: Η χώρα μας είναι απροετοίμαστη απέναντι σε μια σειρά από λίγο-πολύ αναπόφευκτες αλλαγές που θα επηρεάσουν έντονα το παραγωγικό της μοντέλο. Διαβάστε Τα Βασικά Σημεία Της Έρευνας
Επιπλέον της καταγραφής των επιπτώσεων, “η έρευνα προχωρά παραπέρα αξιολογώντας το θεσμικό πλαίσιο της χώρας. Οι ερευνητές εντόπισαν και κατέγραψαν τα προγράμματα, τα σχέδια και τις μελέτες στις οποίες η κλιματική αλλαγή αντιμετωπίζεται επιφανειακά ή και αγνοείται παντελώς (ένα όχι σπάνιο φαινόμενο)“. Η έρευνα καταλήγει σε μια σειρά από συγκεκριμένες προτάσεις για τη ριζική αναθεώρηση αυτού του θεσμικού πλαισίου.
Προστασία κλίματος, προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα, αλλαγή μοντέλου, λύσεις με βάση τη φύση
H προστασία του κλίματος και η προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα απαιτούν ολοκληρωμένες στρατηγικές στην οικονομία, την ενέργεια, την γεωργία, τις μεταφορές, τις υποδομές κ.ά. H γενικότερη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία και πιο ειδικά η έξοδος από τα ορυκτά καύσιμα θα πρέπει να γίνουν με κοινωνικά δίκαιο και συμμετοχικό-δημοκρατικό τρόπο, που δεν θα αφήνει κανένα και καμία πίσω, και το αργότερο μέχρι το 2050 σε πλανητικό επίπεδο, μέχρι το 2040 στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Μεταξύ, όμως, των βαθιών αλλαγών που απαιτούνται είναι μια και νέα προσέγγιση συνεργασίας με τη φύση και όχι σύγκρουσης με τη φύση. Τα τελευταία χρόνια διεθνείς οργανισμοί αλλά και φορείς όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος, επισημαίνουν ότι χρειαζόμαστε μια νέα προσέγγιση που συνδυάζει την κλιματική προστασία με την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημάτων, και λύσεις που βασίζονται στη φύση (nature based solutions). Όλο και περισσότερο ειδικοί και αρκετές πόλεις αναπτύσσουν σχέδια για δροσισμό των πόλεων το καλοκαίρι (είτε σε επίπεδο γειτονιάς είτε στο σύνολο της πόλης) αξιοποιώντας όλοι και περισσότερο τεχνικές και λύσεις που βασίζονται στη φύση (Nature based solutions) ή αλλιώς πράσινες υποδομές (green infrastructure) ή την ενίσχυση των υγροτόπων και των φυσικών συστημάτων για αποτελεσματική δέσμευση αερίων του θερμοκηπίου.