Από την Κλιματική Κρίση στην Οικολογική Δημοκρατία: Λαϊκή Πρωτοβουλία “Κλίμα 500”
“Οι κοινωνικές κινητοποιήσεις για το κλίμα και τη φύση επιφέρουν μετασχηματισμούς στη βάση των κοινωνιών, που σταδιακά επιβάλλουν ένα πιο οικολογικό πλαίσιο στα κράτη και τις εταιρείες. Η δημοκρατία επιστρέφει, έστω και αργά, όπως και η κουκουβάγια πετά το σούρουπο. Είναι όμως αναγκαίο μία τέτοια επιστροφή να είναι αποτελεσματική σε θεσμικό επίπεδο, ώστε να θωρακίσει τις κοινωνίες από τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης” Αντώνης Μπρούμας
Ο Άνεμος Ανανέωσης και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας έχουν ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο με ερευνητές, εκπροσώπους επαγγελματικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών φορέων καθώς και ειδικούς για την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) και τι θα σήμαινε αυτή για την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε τέσσερις θεματικούς τομείς:
- Κλίμα και ενέργεια
- Αγρο-διατροφικός τομέας
- Κατοικία, πόλη, μετακινήσεις
- Πράσινη χρηματοδότηση
και σε τέσσερις οριζόντιες πολιτικές:
- κοινωνική συνοχή, κοινωνική πολιτική, κοινωνικός πυλώνας
- εκπαίδευση, νεολαία, απασχόληση
- διάσταση φύλου, κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις
- κοινωνική επιχειρηματικότητα, κοινωνική κι αλληλέγγυα οικονομία
Στόχος είναι να διαμορφωθεί μέσα από μια συστηματική διαβούλευση μια πρόταση για ένα Green Deal που δεν θα αφήνει κανένα/καμία πίσω αλλά και θα συμβάλλει στην δημιουργία ένα νέου παραγωγικού – καταναλωτικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε την δημοσίευση μιας σειράς άρθρων στα θέματα αυτά και θα ακολουθήσουν εργαστήρια και στρογγυλά τραπέζια.
Δημοσιεύουμε το ενδέκατο (11) άρθρο στη σειρά αυτή, του Αντώνη Μπρούμα, δικηγόρου, ανεξάρτητου ερευνητή και ακτιβιστή των κινημάτων βάσης, που αφορά στη σχέση κλιματικής κρίσης – ελλείμματος δημοκρατίας, στους μετασχηματισμούς που απαιτούνται για μια οικολογική δημοκρατία καθώς και στην Λαϊκή Πρωτοβουλία Κλίma500
Του Αντώνη Μπρούμα
δικηγόρου, ανεξάρτητου ερευνητή και
ακτιβιστή των κινημάτων βάσης
Η Κλιματική Κρίση ως Απότοκο του Ελλείμματος Δημοκρατίας
Η κλιματική κρίση συνιστά το αποτέλεσμα της διατάραξης της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση σε πλανητικό επίπεδο. Συνιστά απότοκο μίας συγκεκριμένης και ιστορικά προσδιορισμένης κοινωνικής δομής, που χαρακτηρίζεται από την διάρρηξη των παραδοσιακών κοινοτικών σχέσεων από τα εθνικά κράτη και τις ιδιωτικές εταιρείες. Σε αντίθεση με τις κοινότητες, τα σύγχρονα κράτη και οι μεγάλοι εταιρικοί οργανισμοί χαρακτηρίζονται από την απόσπασή τους ως μορφών εξουσίας από το κοινωνικό σώμα. Οι σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες του 20ου αιώνα είναι το αποτέλεσμα του αγώνα για τον κοινωνικό έλεγχο των εθνικών κρατών και των ιδιωτικών εταιρειών. Εντούτοις, με την εκκίνηση του 21ου αιώνα καθίσταται σαφές ότι ο εκδημοκρατισμός αυτός έμεινε ανολοκλήρωτος.
Η σταδιακή μόνωση της οικονομίας από τον δημοκρατικό έλεγχο και ο περιορισμός των μορφών κοινοτικής οικονομίας στο περιθώριο έχουν οδηγήσει σε μία άνευ προηγουμένου επέμβαση της εταιρικής δραστηριότητας στο περιβάλλον, που μεταβολίζει πλέον την ίδια τη φύση σύμφωνα με τους κανόνες της. Το ίδιο το σύστημα αξιών της εμπορευματικής αγοράς εξακολουθεί να μην προσμετρά τις αρνητικές εξωτερικότητες της ιδιωτικής εταιρικής πρωτοβουλίας, καθιστώντας εν πολλοίς αόρατο τον αντίκτυπό της στο περιβάλλον. Τα κράτη εξακολουθούν να λειτουργούν ως πολιορκητικοί κριοί της εμπορευματοποίησης των κοινών και της οικονομικής μεγέθυνσης ως αυτοσκοπού. Συμπερασματικά, οι σύγχρονες δημοκρατίες επιβάλλουν έναν πολύ περιορισμένο κοινωνικό έλεγχο στην εταιρική δραστηριότητα και αυτόν μόνο ex posteriori, λειτουργώντας πυροσβεστικά για να «μαζέψουν τα σπασμένα» της εμπορευματικής αγοράς. Αναφορικά με την προστασία της φύσης και του κλίματος, τα αποτελέσματα των τελευταίων 100 ετών από μία τέτοια πρακτική είναι πολύ φτωχά.
Κλιματική κρίση και δημοκρατία βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση. Οπουδήποτε στον πλανήτη, όσο μεγαλύτερο είναι το έλλειμμα δημοκρατικού ελέγχου πάνω στην δραστηριότητα κράτους και εταιρειών, τόσο περισσότερες είναι οι επιπτώσεις στα τοπικά οικοσυστήματα. Η εδώ και 40 πλέον έτη επικράτηση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, δηλαδή της πίστης περί της αγαθότητας της άρσης κάθε κοινωνικού κανόνα στην εταιρική δραστηριότητα, έχει επιταχύνει την πορεία προς την κλιματική κρίση, περιστέλλοντας στις περισσότερες χώρες τη δημοκρατία σε έναν περιθωριακό έλεγχο της οικονομικής σφαίρας.
Η Οικολογική Δημοκρατία ως Κεντρικό Διακύβευμα για το Μέλλον
Εντούτοις, οι έκδηλες πια επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης αλλάζουν τους όρους της άσκησης πολιτικής. Οι κοινωνικές κινητοποιήσεις για το κλίμα και τη φύση επιφέρουν μετασχηματισμούς στη βάση των κοινωνιών, που σταδιακά επιβάλλουν ένα πιο οικολογικό πλαίσιο στα κράτη και τις εταιρείες. Η δημοκρατία επιστρέφει, έστω και αργά, όπως και η κουκουβάγια πετά το σούρουπο. Είναι όμως αναγκαίο μία τέτοια επιστροφή να είναι αποτελεσματική σε θεσμικό επίπεδο, ώστε να θωρακίσει τις κοινωνίες από τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Οι κατακλυσμιαίες μεταβολές, που θα επιφέρει η κλιματική κρίση, επιβάλλουν μία βίαιη προσαρμογή για τις κοινωνίες μας. Η επόμενη μέρα ήδη απαιτεί αποτελεσματικούς τρόπους επίλυσης σε πιεστικά ζητήματα ένδειας πόρων, καταστάσεις ανάγκης, κοινωνικούς θεσμούς και δημόσιες υποδομές, που θα κρατήσουν τις κοινωνίες όρθιες.
Έτσι, ανοίγονται δύο δρόμοι για το μέλλον. Στον δυστοπικό δρόμο η προσαρμογή στην κλιματική κρίση θα κυριαρχείται από διακρατικούς σχηματισμούς με ολίσθηση προς τον ολοκληρωτισμό στο εσωτερικό τους και τάση προς ένοπλη σύγκρουση προς το εξωτερικό τους. Στο φωτεινό μονοπάτι η προσαρμογή θα επιτυγχάνεται μέσα από την δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη επίλυση των κοινωνικών ζητημάτων καθώς και τη συνεργασία και την αλληλεγγύη σε διεθνές επίπεδο.
Στην πράξη, δημοκρατία και ολοκληρωτισμός θα διαπερνώνται μεταξύ τους σε μία διαρκή σχέση έντασης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Στα πλαίσια αυτά, η οικολογική δημοκρατία αποτελεί το κεντρικό διακύβευμα για το μέλλον της ανθρωπότητας, αν θέλουμε ένα τέτοιο μέλλον να είναι άξιο να βιωθεί.
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Κλίμα
Στη διαπάλη δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού κάθε υφιστάμενη δημοκρατική κατάκτηση έχει αξία και πρέπει να τύχει εκμετάλλευσης. Μολονότι οργανώνεται από τα πάνω και αναμένεται να έχει μειωμένη επιτυχία, ειδικά στον Ευρωπαϊκό νότο, το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Κλίμα είναι ως σύλληψη άξιο λόγου, γιατί καταδεικνύει την συναντίληψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι κανενός είδους προσαρμογή στην κλιματική κρίση δεν θα καταστεί εφικτή, αν δεν κινηθούν οι τεκτονικές πλάκες στη βάση των κοινωνιών.
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Κλίμα είναι λοιπόν μια πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με σκοπό την κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών και της τοπικής αυτοδιοίκησης για την προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος. Τα μέσα κινητοποίησης του Ευρωπαϊκού Συμφώνου είναι τα εξής:
- Δημόσιος Διάλογος. Στο πλαίσιο του Συμφώνου θα διοργανωθούν δημόσιες εκδηλώσεις σε όλη την ΕΕ με αντικείμενο την κλιματική κρίση και τις προοπτικές της υπέρβασής της.
- Ενεργός Δράση. Το σύμφωνο θα ενθαρρύνει τα άτομα και τις οργανώσεις να δεσμευτούν για συγκεκριμένες ενέργειες, με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και/ή την προσαρμογή στις αναπόφευκτες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (πχ. αστική κινητικότητα, δενδροφύτευση, δημιουργία αστικών χώρων πρασίνου).
- Συνεργασία. Μέσα από τις δραστηριότητες του Συμφώνου θα προωθηθούν πανευρωπαϊκές δικτυώσεις και συνεργασίες, όπως συνελεύσεις πολιτών, καθώς και σύνδεση με ήδη υφιστάμενες πρωτοβουλίες, όπως το Σύμφωνο των Δημάρχων για το Κλίμα και την Ενέργεια.
Το Σύμφωνο απευθύνεται τόσο σε πρόσωπα όσο και σε οργανισμούς, είτε πρόκειται για εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές είτε πρόκειται για επιχειρήσεις, συνδικάτα, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, εκπαιδευτικά ιδρύματα, οργανισμούς έρευνας και καινοτομίας, ομάδες καταναλωτών και ιδιώτες.
Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Κλίμα εντάσσεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, τέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε δημόσια διαβούλευση τον Ιούνιο του 2020 και έχει αρχίσει να εφαρμόζεται ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2020.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα μαζικό οικολογικό κίνημα από άκρη σε άκρη της, που θα επιφέρει τέτοιους μετασχηματισμούς στην κοινωνική της βάση, ώστε να μην είναι καν νοητή για την κεντρική πολιτική σκηνή η μη θέση της προστασίας της φύσης σε απόλυτη προτεραιότητα. Για να πετύχει τους στόχους του, ένα τέτοιο κίνημα πρέπει να έχει τοπική παρουσία, (ανα)παραγωγική βάση, αυτοτελείς δομές και προσανατολισμό τον οικολογικό και δημοκρατικό μετασχηματισμό των θεσμών. Αυτό που θέλουμε είναι πολλά ρυάκια να συνενώνονται σε ένα ποτάμι, που θα αλλάζει τα πράγματα.
Το λιθαράκι της σε αυτή την κατεύθυνση προσπαθεί να βάλει η νεοσύστατη λαϊκή πρωτοβουλία Κλίma500. Με κεντρικό σύνθημα «Αλλάζουμε τους Θεσμούς, Όχι το Κλίμα» η πρωτοβουλία επιδιώκει την νομοπαρασκευή Ελληνικού κλιματικού νόμου με κοινωνική διαβούλευση και, κατόπιν, την υπογραφή του από 500.000 πολίτες και την κατάθεσή του προς ψήφιση στο κοινοβούλιο.
Η προσπάθεια της Κλίma500 στηρίζεται στον θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, που εισάχθηκε στο άρθρο 73 § 6 του νέου Συντάγματος μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση και τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2019.
Η Κλίma500 είναι αυτοτελής οργάνωση λαϊκής βάσης, που λειτουργεί με ομάδες εργασίας, ανοιχτές σε κάθε ενδιαφερόμενο και αποφασίζει με δημοκρατικό τρόπο, μετά από διεξοδική συζήτηση μεταξύ των μελών της. Στοχεύει στην κατάρτιση ενός εθνικού κλιματικού νόμου, που θα βασίζεται σε αρχές, θα στηρίζεται σε επιστημονική τεκμηρίωση και διεθνείς καλές πρακτικές και θα προβλέπει αποτελεσματικούς θεσμούς για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας της χώρας μας το αργότερο ως το 2050.
Το επόμενο διάστημα η λαϊκή πρωτοβουλία Κλίma500 θα θέσει την σχετική πρόταση νόμου σε δύο κύκλους κοινωνικής διαβούλευσης, ανοιχτής σε κάθε ενδιαφερόμενο. Η πρώτη δημόσια διαβούλευση θα αφορά τους άξονες και η δεύτερη το περιεχόμενο της πρότασης νόμου. Η πρωτοβουλία θα επιδιώξει την υιοθέτηση της σχετικής πρότασης νόμου από άτομα, συλλογικότητες, μαζικούς κοινωνικούς φορείς και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, ιδίως την νεολαία.
Από την Κλιματική Κρίση στην Οικολογική Δημοκρατία
Οι θεσμοί και οι (ανα)παραγωγικές βάσεις μίας οικολογικής δημοκρατίας δεν πρόκειται να χαριστούν από τα κράτη και τις εταιρείες. Αποτελούν επομένως δουλειά της εναργούς κοινωνίας.
Μία μετάβαση στην οικολογική δημοκρατία περιλαμβάνει ενδεικτικά την οικολογική κινητοποίηση, την επανασύσταση των κοινών, την θεσμοποίηση της οικειοποίησης τοπικών και περιφερειακών πόρων, τις μορφές κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, τον κοινωνικό συνταγματισμό, την αναζωπύρωση της τοπικής αυτοκυβέρνησης και, γενικώς, την εκμετάλλευση και διεύρυνση των θεσμικών δημοκρατικών κατακτήσεων.
Κάθε βήμα προς μια οικολογική δημοκρατία πρέπει να διατηρεί πάντα ως κεντρικό υποκείμενο την εναργή κοινωνία και να κατευθύνεται προς την επανασύσταση και ενδυνάμωση ανοιχτών δημοκρατικών κοινοτικών θεσμών παράλληλα με τις κρατικές και εταιρικές δομές.
Στο παρά πέντε της κλιματικής κρίσης τα κράτη και οι εταιρείες θα επιζητήσουν την ανάδυση της κοινότητας για την σταθεροποίηση των κραδασμών. Η διαχείριση της κρίσης θα λάβει έτσι χώρα με μία διαλεκτική αλληλεπίδραση των τριών αυτών βασικών θεσμών με διαφορετικές ανά περίπτωση ποιότητες και τάσεις. Θα υπάρξει όμως και επόμενη της κλιματικής κρίσης μέρα. Και το μέλλον αυτής θα ανήκει στις ανοιχτές δημοκρατικές κοινότητες.
Photo by Markus Spiske on Unsplash