του Νίκου Χρυσόγελου
«Μέσα στο ωραίο κι απαλό φως που ξεχύνονταν πάνω από την πόλη, έπλεαν οι παμπάλαιες μυρωδιές, κρέας ψητό και ποτά με γλυκάνισο. Γύρω του πρόσωπα εκστατικά σηκώνονταν να κοιτάξουν προς τον ουρανό. Άνδρες και γυναίκες αρπάζονταν ο ένας τον άλλο, με πρόσωπα φλογισμένα, με κραυγές πόθου. Ναι, η πανούκλα είχε τελειώσει, και μαζί της ο τρόμος, και τα σφιχτοπλεγμένα χέρια βεβαίωναν ότι κάποτε είχε υπάρξει στ’ αλήθεια εξορία και χωρισμός, με τη βαθύτερη έννοια του όρου… κι ανάμεσα στις εκατόμβες των νεκρών, τις σειρήνες των ασθενοφόρων, τις εξαγγελίες αυτού που συνήθως ονομάζουμε πεπρωμένο, το πεισματικό ποδοβολητό του φόβου και την τρομερή επανάσταση της καρδιάς τους, δεν είχε πάψει να περνά μια πελώρια βουή, που ξυπνούσε τα τρομαγμένα πλάσματα, που τους έλεγε πως πρέπει να ξαναβρούν την αληθινή τους πατρίδα. Και θα ήταν ευτυχισμένοι, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Και πια ήξεραν πως υπάρχει κάτι που πάντοτε μπορείς να λαχταράς και καμιά φορά να το κερδίζεις: η ανθρώπινη τρυφερότητα…»
(“Η Πανώλη”, Αλμπέρ Καμύ)
Είναι αλήθεια ότι, ίσως και ως αποτέλεσμα πραγματικών γεγονότων, όλες οι γνωστές θρησκείες περιλαμβάνουν ιστορίες “αποκάλυψης” λόγω επιδημιών, φυσικών καταστροφών ή “εκδίκησης” από τους θεούς, όπως ο βιβλικός λοιμός των Φιλισταίων ή οι 2 από τις 10 πληγές του Φαραώ κ.ά. Από την “Ιλιάδα” του Ομήρου και τη Νόσο στο έργο “Πελοποννησιακός Πόλεμος” του Θουκυδίδη, μέχρι το “Δεκαήμερο” του Βοκάκιου και τον “Έρωτα στα χρόνια της χολέρας” του Μαρκές, “The Stand” του Stephen King, και το “Severance” της Ling Ma, οι επιδημίες αποτέλεσαν πάντα τον καμβά για ανάδειξη συναισθημάτων, κάθαρση, πολιτικό σχολιασμό, αλληγορίες και περιγραφή του πώς οι άνθρωποι αντιδρούν σε μεγάλες υγειονομικές κρίσεις.
Η λογοτεχνία, περιλαμβάνει μια σειρά έργων σταθμών, όπως:
– Το Δεκαήμερο (Il Decameron, The Decameron), του Τζιοβάνι Μποκκάτσιο (Βοκάκιο) (Giovanni Boccaccio).
Πρόκειται για 100 ιστορίες 7 νέων γυναικών και 3 νέων ανδρών που αναζητούν καταφύγιο στο Fiesole, ένα χωριό έξω από τη Φλωρεντία, για 2 εβδομάδες. Προσπαθούν να ξεφύγουν από τον Μαύρο Θάνατο, την πανώλη, που θερίζει την πόλη. Ο Boccaccio συνέλαβε την ιδέα του Δεκαήμερου (Il Decameron) όταν ξέσπασε η επιδημία, το 1348, και ολοκλήρωσε το έργο του μερικά χρόνια αργότερα, το 1353. Περιγράφει τη ζωή σε εκείνη την δύσκολη εποχή μέσα από ένα μεγάλο αριθμό ιστοριών που αφηγούνται οι χαρακτήρες του. Οι ιστορίες είναι ερωτικές και αστείες μέχρι τραγικές αλλά και παραδείγματα ανθρώπινης θέλησης και αρετής. Το βιβλίο ενέπνευσε πολλούς ζωγράφους.
Στο έργο ενσωματώνονται σύγχρονες αφηγήσεις από Ιταλικές, Γαλλικές και Ισπανικές πηγές αλλά ακόμα και από μακρινές και πολύ παλιότερες (Ινδία, Έφεσος κ.ά.). Ερευνητές ισχυρίζονται ότι οι αναφορές του στον Μαύρο Θάνατο, την πανώλη, το κεντρικό μοτίβο του έργου, δεν είναι μόνο προσωπικά βιώματα από την επιδημία αλλά προέρχονται και από το έργο Historia gentis Langobardorum του Paul the Deacon (8ος αιώνας), με στοιχεία για το πρώτο κύμα πανώλης, που έπληξε την Ασία, τη Μεσόγειο και πολλές άλλες περιοχές, τον 5o και 6ο αιώνα.
“ Travels in Asia and Africa” (1325-1354), του άραβα περιηγητή Ibn Battuta
που θεωρείτε ο άραβας Marco Polo. Ξεκίνησε το ταξείδι του από την Ταγγέρη του Μαρόκου για να πάει στη Μέκκα και να επιστρέψει, αλλά τελικά διένυσε 75.000 χιλιόμετρα σε 25 χρόνια, επισκεπτόμενος πολλές χώρες, από την Ελλάδα μέχρι την Κίνα και την Ινδία αλλά και το πλούσιο βασίλειο του Μάλι στην Αφρική, μεταφέροντας μας πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή σε αυτές τις χώρες. Στο ταξείδι του αυτό βρέθηκε και στο ξέσπασμα της μαύρης πανώλης στην Ασία, την Ευρώπη και τη Μεσόγειο (1347-1351). Το 1348–1349 βρίσκονταν στην Δαμασκό της Συρίας, και κινδύνεψε, μάλιστα, και ο ίδιος, αφού παραλίγο να χάσει τη ζωή του από την ασθένεια. Περιγράφει, λοιπόν, τις επιπτώσεις: “Ένα από τα περίφημα ιερά της Δαμασκού είναι το Τζαμί al-Aqdam, το οποίο βρίσκεται δύο μίλια νότια της πόλης, δίπλα στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στο Χατζάζ, την Ιερουσαλήμ και την Αίγυπτο. Είναι ένα μεγάλο τζαμί, πολύ ευλογημένο, πλούσια προικισμένο και πολύ σεβαστό από τους κατοίκους της Δαμασκού…”
Οι κάτοικοι της Δαμασκού δείχνουν αξιοσημείωτο σεβασμό προς αυτό το τζαμί, όπως είδα κατά την διάρκεια του μεγάλου λοιμού, στο ταξίδι της επιστροφής μου μέσω της Δαμασκού, στο τελευταίο μέρος του Ιουλίου 1348. Ο αντιβασιλέας Arghun Shah διέταξε έναν τελάλη να διακηρύξει σε όλη την Δαμασκό ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να νηστέψουν για τρεις ημέρες και ότι κανείς δεν πρέπει να μαγειρεύει στην αγορά κάτι φαγώσιμο, κατά την διάρκεια της ημέρας. Οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί τρώνε φαγητό μόνο ό,τι έχει παρασκευαστεί στην αγορά. Έτσι, οι άνθρωποι νήστεψαν για τρεις διαδοχικές μέρες, η τελευταία από τις οποίες ήταν Πέμπτη, και στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν στο Μεγάλο Τζαμί, amirs, sharifs, qadis, θεολόγοι και όλες οι άλλες τάξεις του λαού, μέχρι να γεμίσει ο τόπος και να ξεχειλίζει, και εκεί πέρασαν την Πέμπτη το βράδυ με προσευχές και λιτανείες. Το επόμενο πρωί, μετά την προσευχή της αυγής, βγήκαν στο δρόμο όλοι μαζί, και βάδιζαν κρατώντας το Κοράνι στα χέρια τους, οι amirs χωρίς παπούτσια. Την πομπή συνόδευσε ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Οι Εβραίοι ήρθαν με το “Βιβλίο του Νόμου” και οι Χριστιανοί με το Ευαγγέλιο τους, όλοι μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όλη η πομπή, κλαίγοντας και ικετεύοντας και αναζητώντας τη χάρη του Θεού μέσω των Βιβλίων Του και των Προφητών Του, έφτασε στο Τζαμί Τζαμί al-Aqdam, και εκεί παρέμειναν σε ικεσία και επίκληση μέχρι το μεσημέρι. Στη συνέχεια επέστρεψαν στην πόλη και πραγματοποίησαν τη λειτουργία της Παρασκευής, για να ελαφρύνει ο Θεός την ταλαιπωρία τους γιατί ο αριθμός των θανάτων σε μια μέρα στη Δαμασκό δεν συμπλήρωσε τις δύο χιλιάδες, ενώ στο Κάιρο και στο Παλαιό Κάιρο έφτασε τον αριθμό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων την ημέρα”.
Ο Ibn Battuta στην επιστροφή στη Μέκκα με το καραβάνι από την Βαγδάτη, ενώ άφηνε πίσω του την Kufa, αρρωσταίνει από διάρροια κι έπρεπε να κατεβαίνει από την καμήλα πολλές φορές τη μέρα. Η αρρώστια του κράτησε σε όλο το ταξείδι μέχρι να φτάσει στη Μέκκα. Έκανε το γύρο της Ka’aba (Sacred Edifice) με το που έφτασε, αλλά ήταν τόσο αδύναμος που αναγκάστηκε να ολοκληρώσει την τελετή πάνω στο άλογο του amir. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αναρρώσει .
Οι αρραβωνιασμένοι (Promessi sposi, The Betrothed
Οι αρραβωνιασμένοι (Promessi sposi, The Betrothed ή Οι Λογοδοσμένοι ή Ιστορία δύο μελλονύμφων), του Αλεσσάντρο Μαντσόνι (Alessandro Francesco Tommaso Manzoni, 1785-1873). Οι τρεις τόμοι του έργου εκδόθηκαν το 1825-1827, ενώ η δεύτερη αναθεωρημένη έκδοσή του, κυρίως ως προς τη γλώσσα, το 1840-1842. Είναι ένα ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα και αποτελεί σταθμό της ιταλικής λογοτεχνίας, καθώς είναι το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα αυτής της λογοτεχνικής παράδοσης και ένα θεμελιώδες πέρασμα στη γέννηση της ιταλικής γλώσσας. Βασίζεται σε ιστορική έρευνα και διαδραματίζεται στην βόρεια Ιταλία (Λομβαρδία) αρχές του 17ου αιώνα, κατά την περίοδο της ισπανικής κυριαρχίας, και κορυφώνεται με την πανούκλα που έπληξε το Μιλάνο και την ευρύτερη περιοχή στα 1629-1631. Η αναπαράσταση της εποχής βασίζεται σε έγγραφα και χρονικά της εποχής, όπως και η περιγραφή των ασθενών στο Lazzaretto (το λοιμο-καθαρτήριο).
“Κεφάλαιο ΧΧΧV
“Αφήστε τον αναγνώστη να φανταστεί ότι o περίγυρος του Lazzaretto (λοιμο-καθαρτήριο) ήταν γεμάτος με δεκαέξι χιλιάδες άτομα, άρρωστα από την πανούκλα. Ολόκληρη η περιοχή ήταν βαρυφορτωμένη, εδώ με σκηνές και καμπίνες, εκεί με καροτσάκια, αλλού με ανθρώπους. Αυτές οι δύο ατελείωτες σειρές της στοάς προς τα δεξιά και τα αριστερά, καλυμμένες, γεμάτες, με νεκρούς ή ετοιμοθάνατους, απλωμένους πάνω σε στρώματα ή στο γυμνό άχυρο. Και σε όλη την έκταση αυτού, του, ας πούμε, απέραντου καταφυγίου, μία αναταραχή, ένας κυματισμός, όπως το κύμα της θάλασσας. Και μέσα, άνθρωποι έρχονται και πηγαίνουν, σταματούν και τρέχουν, μερικοί βυθίζονται κάτω από το βάρος της ασθένειας, άλλοι σηκώνονται από τα άρρωστα κρεβάτια τους, είτε αναρρώνουν, ξέφρενα, ή για να παρακολουθήσουν άλλους. Αυτό ήταν το θέαμα που εκτυλίχθηκε ξαφνικά μπροστά στον Renzo , και τον ανάγκασε να σταματήσει εκεί, χτυπημένος από φρίκη και εξάντληση. Δεν σκοπεύουμε να περιγράψουμε αυτό το θέαμα από μόνο του, για το οποίο, αναμφίβολα, κανένας από τους αναγνώστες μας δεν θα μας ευχαριστούσε. Θα ακολουθήσουμε μόνο το νέο μας στον οδυνηρό περίπατό του, θα σταματήσουμε εκεί που σταμάτησε, και θα συσχετίσουμε αυτό που συνέβη με τον μάρτυρα, στο βαθμό που είναι απαραίτητο για να εξηγήσουμε τι έκανε και τι πιθανότατα συνέβη σε αυτόν…
The Last Man, της Mary Shelley
Δημοσιεύθηκε το 1826. είναι μια μετά-αποκαλυπτική επιστημονική μυθιστοριογραφία που αναφέρεται σε μια ομάδα που προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν μολυσμένο από πανώλη, τύφο κι άλλες ασθένειες κόσμο αλλά και από τους θυελλώδεις ανέμους και τις καταστροφικές πλημμύρες που ισοπεδώνουν παράκτιες πόλεις στο μακρινό 2070-2100. Το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας είναι ο Lionel Verney, ένας άνθρωπος που καταφέρνει να επιβιώσει μετά από μια καταστροφική επιδημία. Οι μνήμες από επιδημίες ήταν πρόσφατες και ο κόσμος του The Last Man μοιάζει περισσότερο με την εποχή της Shelley παρά με ένα πολύ μακρινό 2070. Ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου, ο λόρδος Raymond, ο οποίος εγκαταλείπει την Αγγλία για να αγωνιστεί για τους Έλληνες και πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη, φαίνεται ότι βασίστηκε στη ζωή του Λόρδου Βύρωνα, με τον οποίο η οικογένεια διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Η ιστορία εξελίσσεται σε Αγγλία, Ιρλανδία, Ελβετία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία, και κάποιοι ήρωες ταξιδεύουν στην Ελλάδα που βρίσκεται σε πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία το 2092! Ο λόρδος Raymond εισέρχεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου όμως έχει ξεσπάσει η πανώλη και σκοτώνεται σε μια έκρηξη. Η επιδημία σαρώνει τις χώρες, η ασθένεια μεταδίδεται από την μία περιοχή στην άλλη, και οι ήρωες σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλο. Οι τελευταίοι πεθαίνουν από τύφο ή όταν πέφτουν σε θύελλα προσπαθώντας να φτάσουν από τη Βενετία στην Ελλάδα. Είναι το 2092 μ.Χ., η χρονιά που η επιδημία έχει απλωθεί παντού, ένας μαύρος ήλιος έχει προκαλέσει πανικό, ενώ θυελλώδεις άνεμοι και πλημμύρες έχουν καταστρέψει τις παράκτιες πόλεις. Ο Lionel είναι ο μόνος άνθρωπος που επιβιώνει από τις επιδημίες και τις αναταραχές που έχουν προκληθεί. Επιστρέφει στη Ρώμη για να ζήσει μαζί με ένα σκύλο. H Mary Shelley αναφέρει στον πρόλογό της ότι στο ταξείδι της στην Ιταλία το 1818 ανακάλυψε στο ιερό σπήλαιο, το “Απολλώνιο Μαντείο”, στην Cumae (μια ελληνική αποικία κοντά στη Νάπολη της Ιταλίας), προφητείες που ήταν χαραγμένες πάνω σε φύλλα από την ιέρεια του Απόλλωνα, και αυτό αποτέλεσε τη βάση για το έργο της. Όπως και στο έργο της Frankestein, η Shelley αναφέρεται στην αδυναμία να ελέγξουμε ως κοινωνία την εξέλιξη του κόσμου. Επίσης, αναφέρεται στο ρόλο της επιστήμης όπως και στο πιο γνωστό της μυθιστόρημα, τον Φρανκενστάιν (1818). Ασχολείται με επιστημονικές αναζητήσεις του 19ου αιώνα, με ζητήματα της χημείας, του ηλεκτρομαγνητισμού, της ιατρικής και της φαρμακολογίας, την κατανόηση της ανάπτυξης του εμβολίου για την ευλογιά. Το έργο της διαπερνάει, επίσης, η προσπάθεια να κατανοήσει τη φύση της μόλυνσης και της διάδοσης των επιδημιών (πανώλη, τύφος). Η προσέγγιση της ως προς τον ρόλο της επιστήμης είναι άλλη στο έργο Frankestein και άλλη στο The Last Man. Στο τελευταίο φαίνεται να επικρίνει την αργή ανακάλυψη και παραγωγή του φαρμάκου, όχι την επικίνδυνη χρήση της επιστήμης που μπορεί να προκαλέσει “τέρατα”.
Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου (The Masque of the Red Death), του Edgar Allen Poe.
Δημοσιεύθηκε το 1842. Είναι μια σύντομη ιστορία για την αποτυχία των κυρίαρχων ελίτ να αντιμετωπίσουν με ευαισθησία και δικαιοσύνη μια καταστροφή που προκαλείται από μια επιδημία. Στο τέλος, όμως, ο “Κόκκινος Θάνατος”, που προκαλεί αιμορραγία και οδηγεί στο θάνατο, θα πλήξει και τους “άρχοντες”, όπως τον πρίγκιπα Prospero και τους αυλικούς του. Οι υπήκοοί του πεθαίνουν όταν προσβληθούν από την επιδημία, με “φρικτούς πόνους”, “ξαφνική ζάλη” και “αιμορραγία από τους πόρους” μέσα σε μισή ώρα. Ο Prospero και η αυλή του αδιαφορούν, όμως, για τα βάσανά τους. Ο πρίγκηπας προσκαλεί χίλιους αυλικούς, άνδρες και γυναίκες, σε ένα πάρτι μασκέ, που οργανώνει σε ένα απομονωμένο, πολυτελές και περίκλειστο μοναστήρι. Απομονώνονται στο χώρο αυτό – έχοντας συγκεντρώσει όλα τα καλά – και περιμένουν το τέλος της θανατηφόρου επιδημίας μέσα στην πολυτέλεια και ασφάλεια. Τα τείχη που περιβάλλουν το κτήριο είναι ψηλά και οι πόρτες έχουν καρφωθεί και κλείσει ερμητικά. Ο Poe περιγράφει λεπτομερώς τις εορταστικές εκδηλώσεις στα 7 πολυτελή δωμάτια. Όμως, καταφτάνει απρόσκλητος ο “Κόκκινος Θάνατος”, με τη μορφή ενός ανθρώπου – επισκέπτη. Η προσωποποιημένη επιδημία παίρνει τη ζωή του πρίγκιπα, και μετά τη ζωή των αυλικών του. Ο ένας μετά τον άλλο οι θορυβώδεις συμμετέχοντες στο πάρτι πέφτουν στις γεμάτες αίμα αίθουσες και πεθαίνουν σε μια στάση απελπισίας. Το 1842 είναι η χρονιά κατά την οποία διαπιστώνεται ότι η γυναίκα του Poe πάσχει από φυματίωση: ένα ποτάμι αίμα ξεχύνεται από το στόμα της, ενώ παίζει πιάνο. Δεν συνήλθε ποτέ πλήρως, και τελικά πέθανε το 1847. Η φυματίωση ήταν για πολλές δεκαετίες η κύρια αιτία θανάτου στην Αμερική. Ο ίδιος ο Edgar Allen Poe πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα. Τα αίτια του θανάτου του δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι κι αυτός πέθανε στα 40 του (1809-1849) από κάποια επιδημία. To 1835 είχε προηγηθεί το έργο του “The King Pest” που αναφέρεται στην πανώλη που είχε πλήξει το Λονδίνο και την Αγγλία.
“Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά” (Uncle Tom’s Cabin), Χάριετ Μπίτσερ Στόου (Harriet Beecher Stowe)
Το βιβλίο της Αμερικανίδας συγγραφέα (1852) έγινε ιδιαίτερα γνωστό για τις απόψεις ενάντια στην σκλαβιά των μαύρων. Μετά τη Βίβλο, ήταν το βιβλίο που πώλησε περισσότερα αντίτυπα σε όλο τον κόσμο για πολλές δεκαετίες. Όμως, διαβάζοντας κάποιος προσεκτικά το βιβλίο, βλέπει την μικρή Eva, μια από τους χαρακτήρες του βιβλίου, να πεθαίνει πρόωρα από την αρρώστια. Μάλιστα ο θάνατος που πλησιάζει την κάνει να ζητήσει από τον πατέρα της να ελευθερώσει τον Tom μόλις πεθάνει, καθώς και τους άλλους σκλάβους του και να αγωνιστεί για την κατάργηση της σκλαβιάς. Η ιστορία εξελίσσεται το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, μια εποχή με πολλές επιδημίες να πλήττουν τις ΗΠΑ και όλο τον πλανήτη.
“Η οικογένεια και οι υπηρέτες βρίσκονται στο καλοκαιρινό σπίτι του St. Clare στη λίμνη Pontchartrain. Η Eva λέει στον Tom ότι θα πεθάνει σύντομα. Ο Tom συνειδητοποιεί ότι η Eva μεγαλώνει χλωμή και αδύνατη. Η Ophelia έχει, επίσης, παρατήρησε την ασθένεια της Eva, αλλά ο St. Clare αρνείται να το δει ή να το παραδεχτεί. Η Marie, ωστόσο, αγνοεί την κατάσταση της κόρης της
Η κυρία Ophelia είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να ξυπνήσει τους μητρικούς της φόβους για την Εύα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
«Δεν βλέπω τίποτα να βασανίζει το παιδί», θα έλεγε, «τρέχει και παίζει».
“Αλλά έχει βήχα.”
“‘Βήχας! μη μου λες για βήχα”
“Μην γίνεσαι γκρινιάρα ξαδέλφη- το μισώ!”, θα έλεγε, «δεν βλέπετε ότι το παιδί μεγαλώνει μόνο. Tα παιδιά χάνουν πάντα δύναμη όταν μεγαλώνουν γρήγορα».
“Αλλά έχει αυτόν τον βήχα!” “Ω! Ανοησία αυτός ο βήχας! – δεν είναι τίποτα. Ίσως έχει πάρει λίγο κρύο.”
Ο αδελφός του St. Clare, με τον 12χρονο γιο του Henrique, επισκέπτεται το καλοκαιρινό σπίτι. Η Eva και ο Henrique πηγαίνουν για ιππασία. Ο Henrique χτυπά τον νεαρό υπηρέτη (12χρονο σκλάβο με το όνομα Dodo) με το μαστίγιο του για ένα ασήμαντο θέμα. Η Εύα αποκαλεί τον εξάδελφο της κακό και σκληρό, κάτι που τον εκπλήσσει: Έχει μια έντονη ιδιοσυγκρασία και το ξύλο στους σκλάβους είναι κάτι συνηθισμένο. Βλέποντας αυτήν την έντονη συζήτηση μεταξύ των παιδιών τους, ο St. Clare και ο αδερφός του μπαίνουν στην κουβέντα για την δουλεία. Όταν τα παιδιά επιστρέψουν, ο St. Clare ανησυχεί γιατί διαπιστώνει ότι η Εύα έχει υψηλό πυρετό και δύσπνοια. Η Εύα προσπαθεί να πάρει από τον Henrique την υπόσχεση ότι θα αγαπήσει τον Dodo και θα είναι ευγενικός μαζί του, και, παρόλο που ο Henrique βρίσκει την ιδέα να αγαπά έναν σκλάβο παράξενη, λέει ότι θα προσπαθήσει να το κάνει για χάρη της Eva.
Η Εύα νοιώθει πλέον μεγάλη αδιαθεσία και ο πατέρας της αναγκάζεται να καλέσει γιατρό. Τα συμπτώματα της Εύας υποχωρούν μετά από μερικές εβδομάδες, αλλά παρόλο που ο St. Clare το παίρνει για ελπιδοφόρο σημάδι, ο γιατρός, η Ophelia και η ίδια η Eva ξέρουν ότι πεθαίνει. Η Eva λέει στον Tom ότι θέλει να απελευθερωθούν όλοι οι σκλάβοι. Ζητάει από τον πατέρα της να ελευθερώσει τους σκλάβους του, γιατί, αν κάτι συμβεί σε αυτόν, θα έπεφταν σε κακά χέρια. Βάζει τον St. Clare να της υποσχεθεί ότι θα απελευθερώσει τον Tom μόλις πεθάνει και προσπαθεί να τον κάνει να της υποσχεθεί ότι θα ελευθερώσει όλους τους σκλάβους του και θα εργαστεί για την κατάργηση της σκλαβιάς. Επιτέλους, ο St. Clare αντιλαμβάνεται ότι η Eva πεθαίνει πραγματικά.
“Η Κυρία με τις Καμέλιες” (La Dame aux Camélias) (1852) του Αλέξανδρου Δουμά, υιός (Alexandre Dumas, fils)
Το 1844 συνάντησε στο Παρίσι τη Marie Duplessis, μια νεαρή εταίρα, με την οποία σύναψε σχέση μέχρι τον Αύγουστο του 1845. Η κοπέλα πέθανε το 1847. Η εμπειρία του αυτή αποτέλεσε έμπνευση για τη ρομαντική νουβέλα του “Η Κυρία με τις Καμέλιες” (La Dame aux Camélias). Η ιστορία εξελίσσεται στα μέσα του 19ου αιώνα στη Γαλλία κι αφηγείται την τραγική ιστορία αγάπης μεταξύ των φανταστικών χαρακτήρων, της Marguerite Gautier, μιας εταίρας που πάσχει από μια αρρώστια (φυματίωση μάλλον) και του Armand Duval, ενός νεαρού αστού. Η Marguerite έχει το ψευδώνυμο La dame aux Camélias («H Κυρία με τις Καμέλιες») επειδή φοράει κόκκινη καμέλια όταν δεν είναι διαθέσιμη για έρωτα και μια λευκή καμέλια όταν είναι διαθέσιμη στους εραστές της. Ο Armand ερωτεύεται τη Marguerite και τελικά γίνεται ο εραστής της. Την πείθει να αφήσει τη ζωή της και να ζήσουν μαζί στην ύπαιθρο. Αυτή η ειδυλλιακή διακόπτεται διακόπτεται από τον πατέρα του Armand, ο οποίος, ανησυχώντας για το σκάνδαλο από την παράνομη σχέση, και φοβούμενος ότι έτσι θα δημιουργηθούν προβλήματα στο γάμο της αδερφής του Armand, πείθει τον Marguerite να φύγει. Μέχρι το θάνατο της Marguerite, ο Armand πιστεύει ότι τον άφησε για έναν άλλο άνδρα. Ο θάνατος του Marguerite περιγράφεται ως ατελείωτη αγωνία, κατά την οποία η Marguerite, που εγκαταλείφθηκε από όλους, εκφράζει τη λύπη της για το τι μπορεί να ήταν.
– Το διήγημα Nordenholt’s Million, του Alfred Walter Stewart‘s
Ο Alfred Walter Stewart (που ήταν χημικός) δημοσίευσε το 1923 το βιβλίο αυτό με το ψευδώνυμο J. J. Connington. Η ιστορία αναφέρεται σε ένα στέλεχος βακτηρίων που έχει κατασκευαστεί με μηχανική και απονιτροποιεί σχεδόν όλα τα φυτά, προκαλώντας κατάρρευση της παραγωγής τροφίμων. Είναι μια εποχή κατά την οποία επιδημίες σαρώνουν και σκοτώνουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους (1918-1920 με την ισπανική γρίπη, 1919-1923 τύφος και άλλες επιδημίες)
– Η πανώλη (“La Peste”, “The Plague”), του Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus)
Είναι από τα πιο σημαντικά έργα του Αλμπέρ Καμύ αλλά και της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Είναι μια ιστορία για την ανθρώπινη ανθεκτικότητα μπροστά στον απίστευτο τρόμο αλλά και για το νόημα της ζωής. Είναι, όμως, και μια αλληγορία, αφού άρχισε να γράφεται την εποχή του ναζισμού και πρωτοδημοσιεύθηκε το 1947. Το βιβλίο του Καμύ αναφέρεται στη βουβωνική πανώλη που πλήττει τους ανθρώπους μιας πόλης της Αλγερίας.
“...Τους έβλεπες πια να διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ’ ένα μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι η τελευταία γι’ αυτούς, συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα. Μια μυρωδιά από φύκια και αρμύρα αναδιδόταν από την ταραγμένη και πάντα αόρατη θάλασσα. Και τότε τούτη η έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από μυρωδιές θαλασσινές, αντηχούσε από το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά”.
– The Death of Grass, του Sam Youd
Εκδόθηκε το 1956. Ο Sam Youd υπέγραφε με το ψευδώνυμο John Christopher.
Αναφέρεται σε έναν τροποποιημένο ιό που καταστρέφει καλλιέργειες δημητριακών και ρυζιού καθώς και άλλα φυτά σε όλη την Ευρασία, προκαλώντας λιμό. Στην αρχή ο ιός προσβάλλει μόνο τα φυτά της Ασίας, όταν όμως χρησιμοποιείται ένα φυτοφάρμακο, ο ιός μεταλλάσσεται και αρχίζει να προσβάλει το σιτάρι και το κριθάρι και στην Ευρώπη και προκαλείται λιμός. Ο κόσμος λόγω της έλλειψης τροφίμων οδηγείται στο χάος, στη βία, στο “η δική μου ή η δική τους ζωή” για ένα κομμάτι ψωμί.
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (El amor en los tiempos del cólera, Love in the Time of Cholera), του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Márquez Gabriel García)
Εκδόθηκε το 1985. Αναφέρεται στον έρωτα δύο νέων, του Florentino Ariza και της Fermina Daza, την εποχή που η χολέρα πλήττει την Καραϊβική και ο θάνατος κυριαρχεί γύρω τους. Ο Δρ Juvenal Urbino, τον οποίο τελικά η Fermina παντρεύεται, έχει αφιερωθεί στην προσπάθεια αντιμετώπισης της χολέρας.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα μεταξύ 1880 και 1930. Η βασική ιδέα του García Márquez είναι ότι η αρρώστια της αγάπης είναι κυριολεκτικά μια ασθένεια, μια ασθένεια συγκρίσιμη με τη χολέρα. Ο Florentino υποφέρει από αυτό ακριβώς, όπως μπορεί να υποφέρει από οποιαδήποτε ασθένεια. Στο τελευταίο κεφάλαιο, η δήλωση του καπετάνιου της “μεταφορικής πανούκλας” υπονοεί κάτι παρόμοιο.
Ο όρος χολέρα, όπως χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα, cólera, μπορεί επίσης να υποδηλώνει πάθος ή ανθρώπινη οργή και οργή στη θηλυκή της μορφή (το αγγλικό επιθετικό choleric έχει το ίδιο νόημα). Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το νόημα, ο τίτλος έχει διπλή έννοια: χολέρα ως ασθένεια και χολέρα ως πάθος.
Περί τυφλότητος (Ensaio sobre a cegueira, Blindness), Ζοζέ ντε Σούζα Σαραμάγκου (Saramago José)
Το “Περί τυφλότητας” (1995) είναι η ιστορία μιας ανεξήγητης μαζικής επιδημίας τύφλωσης που πλήττει σχεδόν όλους σε μια ανώνυμη πόλη και της κοινωνικής καταστροφής που ακολουθεί. Η ξαφνική εμφάνιση, η ανεξήγητη προέλευση και η φύση της τύφλωσης προκαλούν πανικό και διάλυση της κοινωνικής τάξης, κυριαρχούν δολοφονικές επιθέσεις, βία, εγκλεισμός, παρακμή, εξαχρείωση. Η κυβέρνηση επιχειρεί να περιορίσει τη μόλυνση και να διατηρήσει την τάξη μέσω ολοένα και πιο κατασταλτικών και άκαμπτων μέτρων. Το άγχος σχετικά με τη διαθεσιμότητα τροφίμων, που προκαλείται από παρατυπίες στην παράδοση, υπονομεύει την αλληλεγγύη. Η έλλειψη οργάνωσης εμποδίζει τους “εσώκλειστους” να διανείμουν με δίκαιο τρόπο τρόφιμα ή δουλειές. Οι στρατιώτες στους οποίους έχει ανατεθεί να φυλάξουν το άσυλο και να φροντίζουν για την ευημερία των “εσώκλειστων”, γίνονται ολοένα και πιο αντιπαθητικοί, καθώς ο ένας στρατιώτης μετά από τον άλλο μολύνονται. Ο στρατός αρνείται να επιτρέψει την διανομή βασικών φαρμάκων, έτσι μια απλή λοίμωξη μετατρέπεται σε θανάσιμη. Φοβούμενοι μια προσπάθεια εξόδου, οι στρατιώτες πυροβολούν εναντίον ενός πλήθους “εσώκλειστων” που περιμένουν την παράδοση τροφίμων. Η κατάσταση χειροτερεύει. Μια ένοπλη ομάδα αποκτά τον έλεγχο των παραδόσεων τροφίμων, και επιβάλλει στερήσεις και βιασμούς.
Αντιμέτωποι με την πείνα, οι “εσώκλειστοι” συγκρούονται μεταξύ τους, και, αντί να αναπτυχθεί αλληλεγγύη, καίνε το άσυλο, ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων ότι ο στρατός το έχει εγκαταλείψει. Κυκλοφορούν στην πόλη και καταστρέφουν αντί να συνεργαστούν. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί από την άλλη την πορεία μιας μικρής ομάδας χαρακτήρων που είναι μεταξύ των πρώτων που έχουν πληγεί. Επικεντρώνει στη «σύζυγο του γιατρού», στον γιατρό-σύζυγό της, σε αρκετούς από τους ασθενείς του και σε άλλους, που βρίσκονται μαζί τυχαία. Από μια ανεξήγητα καλή τύχη, η γυναίκα του γιατρού έχει ξεφύγει από την τύφλωση (στην αρχή το κρύβει). Μετά από μακρά και τραυματική καραντίνα σε ένα άσυλο, η ομάδα συγκεντρώνεται και λειτουργεί σαν μια οικογένεια, σε μια προσπάθεια να επιβιώσει. Αγωνίζεται να μη χάσει την ανθρωπιά της κατά την επιδημία που δοκιμάζει τα πάντα. Το τελικό μήνυμα είναι αισιόδοξο: Ο γιατρός, η σύζυγός του και η καινούργια “οικογένεια” τους τελικά μετατρέπουν το ιατρείο σε σπίτι τους και οργανώνουν σε νέα βάση τη ζωής τους, όταν η τύφλωση εξαφανίζεται από την πόλη ξαφνικά, όπως ξαφνικά και ανεξήγητα είχε εμφανιστεί…
– The Stand του Stephen King
Πρόκειται για μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας (1978) που αναφέρεται σε έναν υπερ-ιό γρίπης, που δημιουργείται σε ένα εργαστήριο γενετικής μηχανικής, με την ονομασία “Project Blue”. Ο ιός “Captain Tripps” διαφεύγει στο περιβάλλον από μια αμερικανική στρατιωτική βάση και προκαλείται πανδημία. Σκοτώνεται μέσα σε ένα μήνα σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της γης (το 99.4%). Οι ελάχιστοι επιζώντες οργανώνουν ένα νέο κοινωνικό σύστημα, με δύο αντίπαλα στρατόπεδα και εμπλέκονται σε συνεχείς συγκρούσεις.
Το 1990 ο Stephen King ξαναδουλεύει το βιβλίο, το συμπληρώνει και διορθώνει, το προσαρμόζει σε νέες πραγματικότητες, και το εκτυπώνει ως Complete and Uncut Edition.
Το βιβλίο έχει πουλήσει πάνω από 4.500.000 αντίτυπα. Πολλοί ανατρέχουν σε αυτό μετά το ξέσπασμα της επιδημίας του κοροναϊού. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι εδώ, κάποιοι υποστηρίζουν “ότι ο SARS-CoV2 είναι ένας γενετικά τροποποιημένος ιός, όπως αυτός που περιγράφεται στο έργο The Stand”, που διέφυγε από στρατιωτικά εργαστήρια, κατ’ άλλους Αμερικάνικα ή κατ’ άλλους Κινέζικα. Ο συγγραφέας αναγκάζεται να καλέσει τους πολίτες, μέσω Twitter (έχει 5.800.000 ακόλουθους), να κατανοήσουν ότι ο ιός που προκαλεί την πανδημία “δεν είναι τόσο σοβαρός όσο ο ιός στο βιβλίο του” και τους προτρέπει να πάρουν όλες τις δικαιολογημένες προφυλάξεις” (“No, coronavirus is NOT like THE STAND. It’s not anywhere near as serious. It’s eminently survivable. Keep calm and take all reasonable precautions”).
– Fever 1793, της Laurie Halse Anderson
Η συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο της διαβάζοντας το 1993 ένα άρθρο σε μια τοπική εφημερίδα για τον “πυρετό”, την επιδημία του 1793 που κατέστρεψε την Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ δύο αιώνες πριν. Το βιβλίο ξεκινάει με περιγραφή του πρωινού ξυπνήματος ενός κοριτσιού που το στριφογυρίζει ένα κουνούπι. Σε λίγο βρίσκει ένα ψόφιο ποντίκι. Αργότερα μαθαίνει ότι “Η Polly το κορίτσι που σερβίριζε στο Cook Coffeehouse ψήνεται στον πυρετό, τρία τέταρτα αργότερα βγάζει μια κραυγή, και πεθαίνει στο κρεβάτι της. Δεν ξέρουν τι ήταν”.
Ο καμβάς του μυθιστορήματος είναι η Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ) στα τέλη του καλοκαιριού του 1793. Οι δρόμοι της είναι γεμάτοι από κουνούπια και φήμες για έναν πυρετό που σκοτώνει. Κάτω στις αποβάθρες πολλοί είναι άρρωστοι. Οι θάνατοι αυξάνονται. Όμως η 14χρονη Mattie Cook δεν σκέφτεται τον “πυρετό”. Ονειρεύεται το πώς θα μεγαλώσει τη μικρή οικογενειακή επιχείρηση.
Όταν, όμως, ο πυρετός πλησιάζει την οικογένειά της ξεκινάει την δική της μάχη για να μείνει ζωντανή.
– FEVER, της Deon Meyer
Η Νοτιο-Αφρικάνα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων περιγράφει στο βιβλίο της (2016) με λεπτομέρειες μια εποχή κατά την οποία ένας αερομεταφερόμενος, γενετικά τροποποιημένος, ιός που σχετίζεται με το AIDS έχει εξοντώσει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του πλανήτη. Ο Nico Storm, ένα νέο παιδί Afrikaner, και ο οραματιστής πατέρας του Willem, που μόλις έχει επιζήσει από τα άγρια σκυλιά και τον “Πυρετό”, θέλουν να οικοδομήσουν μαζί με μια ετερόκλητη παρέα – Hennie Fly, Domingo, Pastor Nkosi – μια νέα, φωτισμένη κοινωνία, σε μια περιοχή που είναι προστατευμένη από τον θανατηφόρο ιό. Ο “πυρετός” κάνει τους επιζήσαντες να στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου για τις πρώτες ύλες. Οι επιζήσαντες δίνουν συνεχώς μάχες με μια δολοφονική ομάδα. Το βιβλίο είναι λίγο οικολογικό, λίγο θρίλερ, λίγο περιπέτεια και λίγο συναισθηματικό (ο Νico ερωτεύεται μια νέα που έχει επιβιώσει του “Πυρετού”, την Sofia Bergman). Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει, εκτός της Ν. Αφρικής, και στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στη Γερμανία.
Severance, της Ling Ma
Η επιδημία Shen Fever που έχει πλήξει τον πλανήτη πιστεύεται ότι προέρχεται από το Shenzhen, της Κίνας, την παγκόσμια πρωτεύουσα κατασκευής ηλεκτρονικών ειδών. Το Severance (2018) εξελίσσεται στις ΗΠΑ, στην δεκαετία ΄2010, πριν και κατά την διάρκεια της πανδημίας. Πριν σκοτώσει τα θύματά της, η επιδημία τα κάνει να επαναλαμβάνουν υποχρεωτικά, χωρίς να το συνειδητοποιούν και μέχρι να πεθάνουν, ως ζόμπι, πράγματα που συνήθιζαν να κάνουν. Μερικοί άνθρωποι έχουν ανεξήγητα ανοσία και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στην αργή “αποκάλυψη”.
Η Candace Chen είναι μια millennial που ζει απομονωμένη στον πύργο γραφείων στο Μανχάταν, μέσα στη ρουτίνα: την δουλειά της, βλέποντας ταινίες με το φίλο της, αποφεύγοντας να σκέφτεται τους πρόσφατα αποθανόντες Κινέζους μετανάστες γονείς της. Επομένως, μόλις και παρατηρεί την βιβλική επιδημία που σαρώνει τον κόσμο. Η Candace Chen είναι τελικά μία από τους τελευταίους επιζώντες στη Νέα Υόρκη. Όταν η υποδομή της πόλης αρχίζει να καταρρέει, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την είσοδο στο γραφείο, μένει στους δρόμους, περπατάει με μια φωτογραφική μηχανή, βγάζει φωτογραφίες και τις ανεβάζει σε ένα blog που δημιούργησε πριν από χρόνια, το NY Ghost. Με την ελπίδα ότι οι εικόνες της “πεθαμένης πόλης” θα ωθήσουν τους άλλους να συνεισφέρουν νοσταλγικά οράματα για τον τόπο που κάποτε θεωρούσαν σπίτι τους. Ακολουθεί μια μικρή ομάδα, με επικεφαλής τον πεινασμένο για εξουσία Bob, στην πορεία τους προς το Facility, όπου, όπως υπόσχεται ο Bob, θα έχουν όσα χρειάζονται για να ξεκινήσουν εκ νέου την κοινωνία. Αλλά η Candace κουβαλάει ένα μυστικό που γνωρίζει ότι ο Bob θα εκμεταλλευτεί. Η Severance θεωρήθηκε ως μια πολιτική σάτιρα, ένα πολιτικό – αλληγορικό σχόλιο για τη ρουτίνα και τις χαμένες ευκαιρίες, μια πρόκληση για να κάνουμε περισσότερα από ό,τι απλώς μας βοηθάνε να επιβιώνουμε.
Το θέμα των επιδημιών ως πηγή έμπνευσης σε κόμικς
Το θέμα των επιδημιών και των ιών αποτελεί πηγή έμπνευσης και για μια σειρά ιστοριών κόμικς, όπως:
– Το Crossed του Garth Ennis,
απεικονίζει έναν μετα-την-αποκάλυψη κόσμο στον οποίο ένας σωματικός ιός έχει καταστρέψει τον πολιτισμό. Οι φορείς του ιού αναπτύσσουν ένα χαρακτηριστικό εξάνθημα στα πρόσωπά τους και δρουν ανεμπόδιστα, βιάζουν, σκοτώνουν ή βασανίζουν τους λίγους επιζώντες μη-μολυσμένους ανθρώπους.
– Το The Last Man του Brian K. Vaughan και της Pia Guerra,
ασχολείται με τη ζωή του Yorick Brown και του πιθήκου του Ampersand, σε μια εποχή κατά την οποία μια επιδημία εξαφανίζει τις αρσενικές μορφές ζωής στη Γη, αφήνοντας ολόκληρο τον πλανήτη στην εξουσία των γυναικών.
– Το The Walking Dead, μια σειρά 32 comics (2003-2019), των Robert Kirkman, Tony Moore, και Charlie Adlard περιγράφει τη ζωή μιας ομάδας επιζώντων σε ένα περιβάλλον γενικευμένης καραντίνας μετά από μια πλήρη καταστροφή – αποκάλυψη που προκάλεσαν ζόμπι, που αφήνεται να υπονοείται ότι είναι θύματα ενός ιού. Τα επεισόδια μεταφέρθηκαν και στην τηλεόραση, στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά.
“Πρέπει να κοιτάξετε τη φύση και θα δείτε ότι η ζωή είναι απλή. Πρέπει να επιστρέψουμε εκεί που βρισκόμασταν. Στο σημείο που ακολουθήσαμε λάθος δρόμο. Πρέπει να επιστρέψουμε στις θεμελιώδεις αρχές της ζωής. Χωρίς να βρομίζουμε το νερό”…
Από τον μονόλογο του Ντομένικο, στο τέλος της ταινίας «Νοσταλγία» (1983) του Αντρέι Ταρκόφσκι
* Ο Νίκος Χρυσόγελος είναι πρώην ευρωβουλευτής των Πράσινων, πρόεδρος της ΔΕ της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης “Άνεμος Ανανέωσης” και μέλος του ελληνικού Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας www.seforum.gr
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε τον Απρίλιο 2020 και επικαιροποιήθηκε τώρα
Πρόσφατα σχόλια