του Νίκου Χρυσόγελου
Στην ελληνική γραμματεία υπάρχουν αναφορές σε λοιμούς / επιδημίες, τόσο στον Όμηρο (Ιλιάδα) και τον Θουκυδίδη (Πελοποννησιακός Πόλεμος) όσο και σε πιο σύγχρονους, όπως ο Παπαδιαμάντης, η Διδώ Σωτηρίου, ο Καραγάτσης, ο Ηλίας Βενέζης και ο Στρατής Μυριβήλης.
Όμηρος, Ιλιάδα: Ο λοιμός (Μῆνις) που πλήττει τους Έλληνες του Αγαμέμνονα
Στην Ομήρου Ιλιάδα ο θεός θυμωμένος στέλνει στο στρατόπεδο των Αχαιών φοβερό λοιμό (Μῆνις).
“Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληιάδεω Ἀχιλῆος
οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή·
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.
Τίς γάρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;
Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὃ γὰρ βασιλῆι χολωθεὶς
νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί,
οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα
Ἀτρεΐδης…
….Ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ
αἰδεῖσθαί θ’ ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα·
ἀλλ’ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ,
ἀλλὰ κακῶς ἀφίει, κρατερὸν δ’ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
«Μή σε, γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω
ἢ νῦν δηθύνοντ’ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα,
μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο·
τὴν δ’ ἐγὼ οὐ λύσω· πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν
ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ, τηλόθι πάτρης,
ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν·
ἀλλ’ ἴθι μή μ’ ἐρέθιζε, σαώτερος ὥς κε νέηαι.»
Ὣς ἔφατ’· ἔδεισεν δ’ ὁ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ·
βῆ δ’ ἀκέων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης·
πολλὰ δ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε κιὼν ἠρᾶθ’ ὁ γεραιὸς
Ἀπόλλωνι ἄνακτι, τὸν ἠύκομος τέκε Λητώ·
«Κλῦθί μευ, Ἀργυρότοξ’, ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας
Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις,
Σμινθεῦ, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα,
ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί’ ἔκηα
ταύρων ἠδ’ αἰγῶν, τὸδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ·
τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν.»
Ὣς ἔφατ’ εὐχόμενος, τοῦ δ’ ἔκλυε Φοῖβος Ἀπόλλων,
βῆ δὲ κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων χωόμενος κῆρ,
τόξ’ ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην·
ἔκλαγξαν δ’ ἄρ’ ὀιστοὶ ἐπ’ ὤμων χωομένοιο,
αὐτοῦ κινηθέντος· ὁ δ’ ἤιε νυκτὶ ἐοικώς·
ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ’ ἰὸν ἕηκε·
δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ’ ἀργυρέοιο βιοῖο·
οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς,
αὐτὰρ ἔπειτ’ αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς
βάλλ’· αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί.
Ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο,
τῇ δεκάτῃ δ’ ἀγορὴν δὲ καλέσσατο λαὸν Ἀχιλλεύς·
τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη·
κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνήσκοντας ὁρᾶτο·
οἳ δ’ ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τ’ ἐγένοντο,
τοῖσι δ’ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς…”
Ιλιάδα, Ραψωδία Α
Τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα,
ανάθεμά τη, πίκρες που ‘δωκε στους Αχαιούς περίσσιες
και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον Άδη κάτω
παλικαριών, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους
και στα όρνια ολούθε – έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας-
απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους,
του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.
Ποιος τάχα απ’ τους θεούς τους έσπρωξε να μπούνε σ’ έτοια αμάχη;
Του Δία και της Λητώς τους έσπρωξεν ο γιος, που με το ρήγα
ολιάζοντας κακιά εξεσήκωσεν αρρώστια και πεθαίναν
στρατός πολύς· τι δε σεβάστηκεν ο γιος του Ατρέα το Χρύση,
του θεού το λειτουργό·…
…Οι Αργίτες οι άλλοι ευτύς με μια φωνή να σεβαστούν εκράξαν
το λειτουργό, και τα περίλαμπρα ν’ αποδεχτούνε δώρα·
όμως του Ατρείδη του Αγαμέμνονα δεν άρεσε η βουλή τους,
μόν’ τον κακόδιωχνε, και του ‘ριχνε βαριά φοβέρα ακόμα:
«Το νου σου, εγώ μη σ’ έβρω, γέροντα, στα βαθουλά καράβια,
για τώρα εδώ να κοντοστέκεσαι για να διαγέρνεις πάλε,
μη ουδέ ραβδί κι ουδέ και στέφανα του Φοίβου σε γλιτώσουν.
Δε λευτερώνω εγώ την κόρη σου, πριν μου γεράσει πρώτα
στο Άργος, μακριά από την πατρίδα της, στο αρχοντικό μου μέσα,
στον αργαλειό τη μέρα, ταίρι μου τη νύχτα στο κρεβάτι.
Μόν’ τράβα, μη μου ανάβεις τα αίματα, γερός αν θες να φύγεις.»
Είπε, κι ο γέροντας φοβήθηκε κι υπάκουσε στο λόγο·
πήρε βουβός του πολυτάραχου γιαλού τον άμμον άμμο,
κι ως μάκρυνε, το ρήγα Απόλλωνα, της ομορφομαλλούσας
Λητώς το γιο, με θέρμη ο γέροντας ν’ ανακαλιέται επήρε:
«Επάκουσέ μου, ασημοδόξαρε, που κυβερνάς τη Χρύσα
και την τρισάγια Κίλλα, κι άσφαλτα την Τένεδο αφεντεύεις,
Ποντικοδαίμονα, αν σου στέγασα ναό χαριτωμένο
κάποτε ως τώρα εγώ, για αν σου ‘καψα παχιά μεριά ποτέ μου,
γιδίσια για ταυρίσια, επάκουσε, και δώσε να πλερώσουν
οι Δαναοί με τις σαγίτες σου τα δάκρυα που ‘χω χύσει!»
Είπε, και την ευκή του επάκουσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος,
κι απ’ την κορφή του Ολύμπου εχύθηκε θυμό γεμάτος, κι είχε
δοξάρι και κλειστό στις πλάτες του περάσει σαϊτολόγο·
κι αντιβροντούσαν οι σαγίτες του στις πλάτες, μανιασμένος
καθώς τραβούσε· και κατέβαινε σαν τη νυχτιά τη μαύρη.
Κάθισε αλάργα απ’ τα πλεούμενα κι ευτύς σαγίτα ρίχνει,
και το ασημένιο του αντιδόνησε τρομαχτικά δοξάρι.
Τις μούλες πρώτα πρώτα δόξευε και τους γοργούς τους σκύλους,
μετά τις μυτερές του ρίχνοντας σαγίτες τους ανθρώπους
σαγίτευε· κι άναβαν άπαυτα για τους νεκρούς οι φλόγες.
Μέρες εννιά απολιόταν πάνω τους το θείο σαγιτοβόλι,
κι απά στις δέκα πια τη σύναξη συγκάλεσε ο Αχιλλέας·
η Ήρα, η θεά η κρουσταλλοβράχιονη, τον είχε λέω φωτίσει,
περίσσια που γνοιαζόταν, βλέποντας οι Αργίτες να πεθαίνουν.
Κι εκείνοι τότε αφού μαζώχτηκαν κι όλοι μαζί βρεθήκαν,
πήρε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος κι ορθός μιλούσε ομπρός τους:
Ίσως η αναφορά αυτή στον Όμηρο είναι μια από τις πιο παλιές περιγραφές επιδημιών, λοιμών, που σάρωναν τους στρατούς, όπως ο τύφος, η δυσεντερία κ.ά. Οι ασθένειες “πρώτα πλήττουν τα μουλάρια και τους σκύλους και μετά τους ανθρώπους. ΟΙ φωτιές δεν σταματάνε να καίνε πτώματα”. Στη Ραψωδία, βέβαια, ο Όμηρος αποδίδει την ασθένεια στη θεϊκή οργή, ως αποτέλεσμα μιας άδικης συμπεριφοράς, ασέβειας, που προκαλεί τη Μῆνι.
Ο λοιμός των Αθηνών
– Η νόσος (ο λοιμός) των Αθηνών, στο έργο του Θουκυδίδη “Πελοποννησιακός Πόλεμος”, 99. Ἱστορίαι 2, 47-54 (ο ίδιος ο Θουκυδίδης προσβλήθηκε από τη νόσο, όπως περιγράφει στο έργο) είναι μια από τις πιο αναλυτικές περιγραφές επιδημίας στην αρχαιότητα:
“…Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας. Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και διά τούτο ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ᾽ ύστερον έφθασε και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης.
Καθείς δε, είτε ιατρός είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της και περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ᾽ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.
Το έτος τω όντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ᾽ εξοχήν απηλλαγμένον από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από καμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. Όσοι εξ άλλου ήσαν ώς τότε υγιείς, χωρίς καμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγίνοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και δυσώδης. Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και μετ᾽ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν, και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ.
Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ᾽ υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει.
Και η αδυναμία τού ν᾽ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ᾽ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτον στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ᾽ όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφηνε τα ίχνη του. Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των…”
Ίσως πράγματι η επιδημία – και τα αποτελέσματα της που περιγράφει αναλυτικά ο Θουκυδίδης – να προήλθε από την Αίγυπτο. Στα βιβλικά κείμενα, δύο από τις δέκα πληγές του Φαραώ, αναφέρονται σε επιδημίες: “Επιδημία έπληξε όλα τα κοπάδια των Αιγυπτίων, και κάθε είδους ζωντανά της Αιγύπτου άρχισαν να ψοφούν», ενώ “άνθρωποι και ζώα γέμισαν εξανθήματα, μεγάλα σπυριά και πληγές”. Ίσως, λοιπόν, πράγματι να είναι σωστή η ερμηνεία για την μεταφορά της νόσου από την Αίγυπτο στην Αθήνα, αφού γνωρίζουμε σήμερα ότι υπήρχαν κάποιες ενδημικές ασθένειες στη χώρα αυτή με παρόμοια συμπτώματα.
Τον λοιμό περιγράφει και ο Ρωμαίος φιλόσοφος Λουκρήτιος τον 1ο π.Χ, αιώνα. Στο έργο του Περί της φύσεως των πραγμάτων, στο Έκτο βιβλίο του εξηγεί τα διάφορα φυσικά φαινόμενα: τις αστραπές, τoυς κεραυνούς, τους σεισμούς, το Ηφαίστειο της Αίτνας, την πλημμύρα του Νείλου και τελειώνει με μια εκτενή περιγραφή του λοιμού των Αθηνών. Φαίνεται ότι είχε μελετήσει το έργο ενός γιατρού, ο οποίος πέθανε το 430 π.Χ., ενώ βρίσκονταν στην Αθήνα για να καταπολεμήσει την επιδημία.
Το 1994-95 ανακαλύφθηκαν σε μαζικό τάφο στον Κεραμικό υπολείμματα σκελετών, από τα οποία οι αρχαιολόγοι κατάφεραν να αναπαραστήσουν τον σκελετό μιας εντεκάχρονης κοπέλας στην οποία έδωσαν το όνομα Μύρτις. Η ανάλυση των οστών της Μύρτιδος κατέδειξε πως αυτή και άλλα 2 άτομα των οποίων οι σκελετοί ανασκάφτηκαν από τον μαζικό τάφο, πέθαναν από τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα το 430 π.Χ. Ο λοιμός που ξέσπασε στο 2ο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου αλλά επανήλθε και επόμενες χρονιές, φαίνεται ότι έπληξε και άλλες Μεσογειακές περιοχές, όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης. Στην πόλη των Αθηνών είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός πολιτών και είχε αρχίσει να δημιουργείται έλλειψη τροφίμων. Ο λοιμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του πολέμου και οδήγησε σε παρακμή της Αθήνας, αφού θέρισε ένα μεγάλο ποσοστό, το 1/3 έως το 1/4, των κατοίκων της Αθήνας (75-100.000), μεταξύ των οποίων και πολλούς στρατιώτες και τις ηγεσίες του στρατού και του ναυτικού σε μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου, ενώ προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στην πόλη. Στο λοιμό πέθαναν, μεταξύ άλλων ο Περικλής, η γυναίκα του και τα 2 παιδιά τους. Από τους πρώτους που πέθαιναν ήταν οι γιατροί που έρχονταν σε επαφή συνεχώς με ασθενείς, ενώ δεν ήξεραν τι να κάνουν, πώς να θεραπεύσουν την ασθένεια. Έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για την ασθένεια με βάση τα συμπτώματα που περιγράφει ο Θουκυδίδης, αλλά δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τα ποια ήταν.
Ο λοιμός των Αθηνών απεικονίστηκε (ελαιογραφία) από τον Ολλανδό ζωγράφο Michael Sweerts (1618-1664) στο έργο του “Plague in an Ancient City”
Ακραία καιρικά φαινόμενα και ο λοιμός/Πανώλη του Ιουστινιανού στον Προκόπιο
Υπέρ των πολέμων λόγοι, Προκόπιος ὁ Καισαρεύς (Procopius of Caesarea, Procopius Caesariensis). Ιστοριογραφικό έργο σε οκτώ βιβλία, που καλύπτουν την περίοδο 527 – 553/554. Περιγράφει μεταξύ άλλων τα ακραία καιρικά φαινόμενα που συνέβησαν το 535-536 – τα οποία ορισμένοι θεωρούν ότι συνέβαλαν στην πανδημία της πανώλης – την “πανώλη του Ιουστινιανού” (η πρώτη εμφάνιση 541-542): “«κατά τη διάρκεια αυτού του έτους έλαβε χώρα ο φοβερότερος οιωνός, γιατί ο ήλιος έδωσε το φως του χωρίς φωτεινότητα … και φαινόταν εξαιρετικά έντονα σαν έκλειψη ηλίου, διότι οι σκιές που σχηματίζονταν (στο έδαφος) δεν ήταν σαφείς» (XIV, βιβλίο για Πολέμους εναντίον Βανδάλων). Τα ακραία καιρικά φαινόμενα – τα πιο παρατεταμένα βραχυπρόθεσμα επεισόδια κλιματικής ψύξης στο Βόρειο Ημισφαίριο τα τελευταία 2.000 χρόνια, όπως για παράδειγμα χιόνι τον Αύγουστο στην Κίνα – αποδίδονται από ερευνητές στην συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα τεράστιας ποσότητας σκόνης, που μάλλον προέρχονταν από μεγάλη έκρηξη ηφαιστείου (έχουν γίνει πολλές υποθέσεις για το ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό), που προκάλεσε πτώση της θερμοκρασίας παγκοσμίως, καταστροφή καλλιεργειών και λιμό από την Κίνα μέχρι τη Λατινική Αμερική. Τα φαινόμενα αυτά περιγράφονται και σε άλλα χρονικά. Στο έργο του (II.xxii-xxxiii) ο Προκόπιος περιγράφει πώς μολύνονταν οι άνθρωποι (αναμειγνύοντας στην αφήγησή και “δαιμονικά στοιχεία” που “μεταφέρουν την ασθένεια στο σώμα των ανθρώπων”).
«Ὑπὸ δὲ τοὺς χρόνους τούτους λοιμὸς γέγονεν, ἐξ οὗ δὴ ἅπαντα ὀλίγου ἐδέησε τὰ ἀνθρώπεια ἐξίτηλα εἶναι. ἅπασι μὲν οὖν τοῖς ἐξ οὐρανοῦ ἐπισκήπτουσιν ἴσως ἂν καὶ λέγοιτό τις ὑπ’ ἀνδρῶν τολμητῶν αἰτίου λόγος, οἷα πολλὰ φιλοῦσιν οἱ ταῦτα δεινοὶ αἰτίας τερατεύεσθαι οὐδαμῆ ἀνθρώπῳ καταληπτὰς οὔσας, φυσιολογίας τε ἀναπλάσσειν ὑπερορίους, ἐξεπιστάμενοι μὲν ὡς λέγουσιν οὐδὲν ὑγιὲς, ἀποχρῆν δὲ ἡγούμενοι σφίσιν, ἤν γε τῶν ἐντυγχανόντων τινὰς τῷ λόγῳ ἐξαπατήσαντες πείσωσι»
Κατά τη γνώμη του, απλώθηκε η επιδημία από την Αίγυπτο, στη Συρία, στην Κωνσταντινούπολη και μετά παντού στη Μεσόγειο και στην Περσία.
Δίνει όμως και συγκλονιστικά στοιχεία για τις :επιπτώσεις της επιδημίας στον πληθυσμό και στη ζωή της Κωνσταντινούπολης
“Τώρα η ασθένεια στο Βυζάντιο διήρκεσε τέσσερις μήνες και η μεγαλύτερη μολυσματικότητα της διήρκεσε περίπου τρεις. Στην αρχή οι θάνατοι ήταν λίγο περισσότεροι από το φυσιολογικό, τότε η θνησιμότητα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, και στη συνέχεια οι νεκροί έφτασαν τις πέντε χιλιάδες κάθε μέρα, και πάλι έφτασαν ακόμη και τις δέκα χιλιάδες και ακόμη περισσότεροι”… Στη συνέχεια περιγράφει τις αλλαγές στον κοινωνικό ιστό και το χάος που προκλήθηκε καθώς και την διάθεση χρημάτων από τον αυτοκράτορα ώστε να θάβονται οι νεκροί που δεν είχαν κάποιον να φροντίσει για την ταφή τους. Αφού γέμισαν οι αυλές των σπιτιών, γέμισαν στην πορεία και τα μέρη γύρω από την πόλη, στις στέγες ή τους πέταγαν στη θάλασσα.
Η ερμηνεία για την διαδρομή της πανώλης μέχρι την Κωνσταντινούπολη που δίνει ο Προκόπιος, έχει αμφισβητηθεί από κάποιους σύγχρονους ερευνητές. Για παράδειγμα, ο γιατρός Τσιάμης Κωνσταντίνος (2010, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – ΕΚΠΑ), στην διδακτορική διατριβή του “Ιστορική και επιδημιολογική προσέγγιση της πανώλους κατά τους βυζαντινούς χρόνους (330-1453 μ.Χ.)” συνδυάζει ιστορική και ιατρική έρευνα, μια διεπιστημονική προσέγγιση των επιδημιών, συγκεντρώνοντας πολλές διαφορετικές πηγές βυζαντινών κι εκκλησιαστικών συγγραφέων (Ευσέβιος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Προκόπιος, Ιωάννης της Εφέσου, Αγαθίας, Ιωάννης Μαλάλας, Παύλος Διάκονος, Μιχαήλ Σύριος, Πατριάρχης Νικηφόρος, ) κάνει μια εκτενή παρουσίαση των επιδημιών που έπληξαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και γειτονικές περιοχές και παρουσιάζει εναλλακτικά σενάρια για το ξέσπασμα και την διάδοσή τους: “Η πανώλη έπληξε την Κωνσταντινούπολη δέκα φορές σε χρονικά διαστήματα 11-17 ετών, με ένα μέσο όρο 14,2 έτη. Στα 208 χρόνια της Πρώτης Πανδημίας σημειώνονται συνολικά 79 επιδημίες με μέσο όρο διάρκειας τα 2 έτη. Η μελέτη της περιοδικότητας προσεγγίστηκε επίσης με διαφορετικό τρόπο, όχι δηλαδή με βάση το κλασσικό μοντέλο του ρόλου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά με στοιχεία για την πιθανή ύπαρξη φυσικών εστιών στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, κυρίως στις επαρχίες της Παλαιστίνης, Συρίας και Μεσοποταμίας.
Η μελέτη της Δεύτερης Πανδημίας, του Μαύρου Θανάτου, κινήθηκε επίσης σε τέσσερις άξονες: τη διασπορά της νόσου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Κεντρική Μεσόγειο, την κοιτίδα προέλευσης του Μαύρου Θανάτου, το πρόβλημα της κλινικής μορφής των επιδημιών της Δεύτερης Πανδημίας και την ομαδοποίηση όλων των επιδημικών κυμάτων της περιόδου 1347-1453. Σχετικά με τη εξάπλωση της νόσου, η μελέτη κατέληξε στην κατάρριψη του μύθου της αφήγησης του de Mussi αναφορικά με τη διασπορά της πανώλους κατά το 14ο αιώνα και πρότεινε ένα εναλλακτικό δρομολόγιο της επιδημίας από τη Κριμαία στην Κωνσταντινούπολη του 1347. Το πρόβλημα της προέλευσης του Μαύρου Θανάτου μελετήθηκε σε συνδυασμό επιδημιολογικών και ιστορικών δεδομένων σε σχέση και με τα επιδημιολογικά συμπεράσματα της Πρώτης Πανδημίας. Λαμβάνοντας υπόψη τους βιότυπους της Yersinia pestis που ανευρέθησαν στις περιοχές της Υπερκαυκασίας και της Κεντρικής Ασίας, τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της ενζωοτίας των άγριων τρωκτικών της Δυτικής Ασίας αλλά και τα ιστορικά στοιχεία, προτάθηκε μια εναλλακτική πορεία. Σε συνέχεια της άποψης που διατυπώθηκε για την πιθανή ύπαρξη φυσικής ενζωοτικής εστίας στην περιοχή της Συρίας και της Μεσοποταμίας θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή και εφικτή η σταδιακή μεταφορά της Yersinia pestis από τη Μέση Ανατολή προς την Ανατολή.
Σύμφωνα με την εναλλακτική πορεία που προτάθηκε, η πανώλη πρέπει σταδιακά να εξαπλώθηκε βόρεια προς την Κασπία Θάλασσα και τον Καύκασο. Η νόσος στη συνέχεια μέσω του Βόρειου Ιράκ και του Κουρδιστάν κινήθηκε Ανατολικά προς τις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Στη μετακίνηση αυτή, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ενζωοτία των τρωκτικών της περιοχής του Καυκάσου η οποία προσέβαλλε άλλα είδη τρωκτικών της Δυτικής Ασίας, όπως οι μαρμότες και οι ζερβίλλοι, καθιστώντας κατά αυτό τον τρόπο τις περιοχές αυτές ενζωοτικές. H Yersinia pestis προφανώς κατάφερε να επιβιώσει στις δύσκολες περιβαλλοντολογικές συνθήκες της περιοχής εκμεταλλευόμενη έναν ιδιαίτερο φυσιολογικό μηχανισμό, αυτόν της χειμερίας νάρκης. Υπό αυτό το πρίσμα δεν θα πρέπει να αποκλειστεί πλήρως η περίπτωση της συντήρησης της Yersinia pestis μέσω επιδεκτικών πληθυσμών τρωκτικών καθιστώντας έτσι τη νόσο ενζωοτική στις περιοχές του Καυκάσου, πολύ πριν από την πρώτη επίσημη καταγραφή της επανεμφάνιση της πανώλους στη Νοτιοανατολική Ρωσία το 1346.
Από τη μελέτη των επιδημιών του Μαύρου Θανάτου στο Βυζάντιο διακρίθηκαν εννέα επιδημικά κύματα, έντεκα επιδημικές εκρήξεις αλλά και 17 περίοδοι ελεύθερες από την ασθένεια. Από τη γεωγραφική κατανομή των επιδημιών φαίνεται ότι η Κωνσταντινούπολη με τα περίχωρά της και η Πελοπόννησος ήταν οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο, ακολουθούμενες από την Κρήτη, την Κύπρο και τα νησιά του Ιονίου Πελάγους. Η Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι ήταν η πόλη που έπληττε πιο συχνά η νόσος με μια συχνότητα 11,1 έτη κατά μέσο όρο.
…Κατά την Πρώτη Πανδημία οι επιδημίες έχουν μέσο όρο διάρκειας τα 2 έτη, ενώ τα διαστήματα που δεν εμφανίζεται επιδημία 4,5 χρόνια. Αντίστοιχα στο Μαύρο Θάνατο ο μέσος όρος διάρκειας είναι 2,5 και 3,2.
Από τη μελέτη των στοιχείων αυτών φαίνεται ότι οι επιδημίες του Μαύρου Θανάτου είχαν μεγαλύτερο μέσο όρο διάρκειας από αυτές του Λοιμού του Ιουστινιανού αλλά ο μέσος όρος διάρκειας των άνοσων περιόδων τους ήταν μικρότερος. Ίσως για το λόγο αυτό τα επιδημικά κύματα του Μαύρου Θανάτου στο Βυζαντινό, και μετέπειτα Οθωμανικό, χώρο συνέχισαν με αμείωτη ένταση έως τα τέλη του 16ου αιώνα”
– “Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα” του Παπαδιαμάντη
Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Βαρδιάνος στα σπόρκα» (Άπαντα, σελ 541) αναφέρεται στην έξαρση της χολέρας το 1865. Ο «Βαρδιάνος στα σπόρκα» αποτελεί χρονικό του έκτακτου λοιμοκαθαρτηρίου στη νήσο Τουγκριά των Σποράδων. Όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης: «Εναντίον της χολέρας τοῦ 1865 διετάχθησαν εν Ελλάδι μακραί και αυστηραί καθάρσεις. Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια του τόπου δεν ήρκεσαν πλέον και δεν εκρίθησαν κατάλληλα διά τον σκοπόν των καθάρσεων, και διετάχθη προς τοις άλλοις να συσταθή έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον επί της ερημονήσου Τσουγκριά. Τας πρώτας ημέρας του Αυγούστου είχαν καταπλεύσει ολίγα πλοία. Μετά δύο ή τρεις ημέρας ο αριθμός των κατάπλων εδιπλασιάσθη.…” . Η πλοκή του διηγήματος αφορά τη γραία Σκεύω η οποία μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος, δηλαδή φύλακας στα σπόρκα, τα καράβια που είχαν μολυνθεί από τη χολέρα, προκειμένου να σώσει τον γιο της, ο οποίος «Εικοσαέτης, άγαμος, ήτο λοστρόμος μ’ έν εντόπιον καράβι. Το καράβι είχε καταπλεύσει από τον Ποταμόν και είχε καταβεί εις την Πόλιν. Το είχε μάθει προ μηνός ότε έλαβε γράμμα. Το καράβι ήτον να καταβεί εις την Άσπρη Θάλασσα, αλλ’ ο υιός της δεν ήξευρε να της γράψει, αν ο πλοίαρχος είχε σκοπόν ν’ απεράσουν από την πατρίδα ή όχι. Ήλπιζεν όμως ότι θ’ απερνούσαν. Κατόπιν αφού έλαβε το γράμμα και απέρασαν δύο εβδομάδες, ήρχισεν έξαφνα ν’ ακούεται χολέρα εις τα μέρη της Αραπιάς και εις το Μισίρι, χολέρα και εις την Ανατολήν και εις την Σμύρνην και αλλού… Είπαν πως πήγε η χολέρα και εις την Πόλιν».
Το έργο αναφέρεται στην επιδημία καθ΄ εαυτήν αλλά κυρίως στην συμπεριφορά της κοινωνίας μπροστά στο λοιμό:
«Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτὰ άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων».
«…μέγας συνωστισμός και σπουδή αλόγιστος και τυφλή φυγή είχον επέλθει. Ο πρώτος σαστισμός της φυγής είχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τον σαστισμόν των επειγόντων μέτρων εις τα ελληνικά παράλια».
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε σε σειρά επιφυλλίδων στην εφημερίδα “Ακρόπολις” από τις 14 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου του 1893
Ο τύφος και άλλοι λοιμοί σε Η. Βενέζη, Σ.Μυριβήλη, Καραγάτση, Δ. Σωτηρίου
Αναφορές στον τύφο υπάρχουν και στο έργο του Ηλία Βενέζη «Νούμερο 31328» “Μπακίρκιοϊ και πάλι Κίρκαγατς, Αξάρ, Μαγνησά όπου θερίζει ο τύφος”
– “Η ζωή έν Τάφω”, του Στρατή Μυριβήλη
Στο βιβλίο του “Η ζωή εν τάφω”, ο Στρατής Μυριβήλης περιγράφει τη “ζωή” στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας, περιγράφοντας εικόνες από τις επιδημίες που θέριζαν τους στρατιώτες. Οι στρατιώτες στο μέτωπο πέθαιναν «…οι περισσότεροι από κοιλιακά (συνήθως από δυσεντερία)… Το φυτικό λίπος και τα παστωμένα κρέατα κάνουνε θραύση» και «…η δυσεντερία που φέρανε στους ασυνήθιστους οργανισμούς των αντρών μας τα φυτικά βούτυρα και τα συντηρημένα κρέατα, έφεραν σε χάλι το ηθικό της Μεραρχίας».
– Ο “Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου”, του Καραγάτση
Στο βιβλίο αναφέρεται η αιχμαλωσία μιας ομάδας προεστών από τους Τούρκους και : «Το απαίσιο φαγητό έφερε σ’ όλους δυσεντερία».
– Ματωμένα Χώματα, της Διδώ Σωτηρίου
Στο βιβλίο της Διδώ Σωτηρίου “Ματωμένα Χώματα” αναφέρεται: «…η άγνωστη καταραμένη αρρώστια, που δεν ήταν άλλη από τον εξανθηματικό τύφο…». «Η ψείρα έβραζε πάλι. Αρρώστιες κάθε λογής από εξανθηματικό ίσαμε σκουλαμέντο (βλεννόρροια), θερίζανε”.
* Ο Νίκος Χρυσόγελος είναι πρώην ευρωβουλευτής των Πράσινων, πρόεδρος της ΔΕ της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης “Άνεμος Ανανέωσης” και μέλος του ελληνικού Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας www.seforum.gr
Πρόσφατα σχόλια