Δίνοντας σημασία στη λεπτομέρεια: Η Ενεργειακή Απόδοση ως υποδομή*
Από τους Ada Ámon και Bryn Kewley
*Την μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά από το πρωτότυπο “Sweat the small stuff: Energy efficiency as infrastructure επιμελήθηκε η Ελευθερία Τουλουπάκη, Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ., M.Sc. Υποψήφια Διδάκτωρ,
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ινστιτούτου Κτιρίων Μηδενικής Ενεργειακής Κατανάλωσης – INZEB.OGR
Κατά τα επόμενα 15 χρόνια 90 τρις δολάρια θα επενδυθούν σε παγκόσμιο επίπεδο στον τομέα των υποδομών. Οι επιλογές, που γίνονται τώρα από τις κυβερνήσεις, θα καθορίσουν την ικανότητά μας να έχουμε μια σταθερή, ανθεκτική και ευημερούσα παγκόσμια οικονομία σε έναν κόσμο που επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή. Η ενεργειακή απόδοση θα πρέπει να συνεκτιμηθεί στον παγκόσμιο προγραμματισμό των υποδομών, αν θέλουμε να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων, να βελτιώσουμε τη κοινωνική πρόνοια και να αποφύγουμε την απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων.
Με πρόσφατη δήλωση τους, 36 ΜΚΟ, εταιρικά σχήματα και think-tanks από 18 χώρες, ζήτησαν από τους ηγέτες του G20 να δώσουν στην ενεργειακή απόδοση επενδυτική προτεραιότητα θεωρώντας αυτήν ως υποδομή. Αυτό υποστηρίζεται έντονα από τους Frontier Economics, των οποίων μία πρόσφατη μελέτη απέδειξε πως η ενεργειακή απόδοση θα μπορούσε να συγκριθεί άνετα με άλλες κατηγορίες υποδομών.
Οι κλασικές επενδύσεις σε υποδομές (π.χ. δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, αγωγούς, δίκτυα) αποδεδειγμένα κινούν την οικονομία, αυξάνουν το ΑΕΠ, και διεκδικούν ένα σημαντικό μέρος των περισσότερων εθνικών προϋπολογισμών και κεφαλαιουχικών δαπανών. Σε ένα κόσμο, όμως, που έχει αγγίξει 1⁰ C υπερθέρμανσης του πλανήτη, η παράβλεψη της ενεργειακής απόδοσης αποτελεί μια χαμένη οικονομική ευκαιρία.
Οι αποδοτικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας θα μπορούσαν να είναι οδηγός ανάπτυξης και να έχουν θετική επίδραση στην απασχόληση, στην ενεργειακή ασφάλεια αλλά και στη μείωση των δαπανών για υγειονομική περίθαλψη. Το ΙΕΑ προτείνει στα επόμενα 25 χρόνια η ενεργειακή απόδοση να απορροφά περισσότερο από το ήμισυ του προϋπολογισμού που σχετίζεται με την ενέργεια προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας. Μια 8-πλάσια αύξηση στη χρηματοδότηση έργων ενεργειακής αποδοτικότητας σε όλο τον κόσμο, ως μέρος της παγκόσμιας οικονομικής αναδιάταξης, μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μία νέα περίοδο που θα είναι απαλλαγμένη από τον άνθρακα. Άρα, τι είναι αυτό που εμποδίζει την κλιμάκωση των επενδύσεων της ενεργειακής απόδοση σε αυτές τις χώρες;
Μιλήσαμε σε ειδικούς, σε συμβούλους πολιτικής και σε ομάδες λήψης αποφάσεων που βρίσκονται σε κάποιες από τις G20 χώρες για να ανακαλύψουμε που είναι τα εμπόδια. Τα καλά νέα είναι πως οι πολιτικοί είναι, από ρητορικής άποψης, υπέρ της ενεργειακής αποδοτικότητας. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, υπάρχουν νέες νομοθεσίες σχετικά με την ενεργειακή αποδοτικότητα και την μετάβαση προς αυτήν. Την τελευταία δεκαετία, αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Κίνα και η Ινδία, αντιμετωπίζουν την ενεργειακή αποδοτικότητα ως μια σημαντική πηγή για το μελλοντικό ενεργειακό μείγμα και ήδη έχουν αρχίσει να αυξάνουν τις κρατικές επενδύσεις για να αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία. Οι χώρες, που αναγνωρίζουν τα απόβλητα ως πρόβλημα, αυξάνονται και έχουν ήδη αρχίσει να ορίζουν στόχους για να βελτιώσουν την ενεργειακή παραγωγικότητα.
Παρόλα αυτά, συζητώντας με ειδικούς σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι εμφανές ότι ο δρόμος για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι μεγάλος, είτε σε επίπεδο ορισμού στόχων, είτε λόγω έλλειψης των απαραίτητων χρηματοδοτήσεων. Έχουμε ακούσει για ένα σημαντικό αριθμό κρατών που μάχονται τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι χώρες αυτές συχνά έχουν μείγματα άστοχων ενεργειακών επιδοτήσεων, μικρά σχήματα υποστήριξης της ενεργειακής απόδοσης, όπως και θέματα διακυβέρνησης, καθώς οι ίδιες διαδικασίες μπορεί να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα πολλών υπηρεσιών. Ακόμα και όταν εργάζονται για την αντιμετώπιση της ενεργειακής και της κλιματικής αλλαγής, η εστίαση στη μία πλευρά του συνδυασμού προσφοράς και ζήτησης, οδηγεί σε έλλειψη ισορροπίας των επενδύσεων μεταξύ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των πηγών θέρμανσης και της ενεργειακής απόδοσης.
Η ενεργειακή αποδοτικότητα είναι σαφώς ένα θύμα της ανεπάρκειας της αγοράς και απαιτεί δαπάνη κεφαλαίων από τις κυβερνήσεις για να αποφευχθεί η μείωση των επενδύσεων. Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις – σύμφωνα με την ορολογία της οικονομίας- έχουν υψηλότερο ποσοστό έκπτωσης από την κοινωνία στο σύνολο της – έτσι ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο επίπεδο επενδύσεων και να διασφαλιστούν τα οφέλη που οι κοινωνίες επιθυμούν, άρα οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παρέμβουν. Στην περίπτωση μόνωσης ενός σπιτιού – παρά τις ελκυστικές αποδόσεις που προκύπτουν – οι περισσότεροι ιδιοκτήτες αποτρέπονται λόγω του αρχικού κόστους. Το κεφάλαιο που θα επενδύσουν, παραμένει «κλειδωμένο» για δεκαετίες. Και τελικά, εκείνοι που δεν έχουν το κεφάλαιο για να επενδύσουν αλλά έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, συχνά ζουν στις λιγότερο αποδοτικές κατοικίες. Ωστόσο, τόσο οι ίδιοι όσο και η κοινωνία στο σύνολό της, έχουν να κερδίσουν πολλά από αυτές τις επενδύσεις.
Ενώ υπάρχει μια ευρεία συμφωνία, η οποία αντικατοπτρίζεται σε πολιτικές δηλώσεις, ότι δηλαδή τα ουσιαστικά μακροχρόνια οφέλη θα πρέπει να επιτευχθούν μέσω της ενεργειακής αποδοτικότητας, δεν έχουν υπάρξει ακόμη οι επενδύσεις που απαιτούνται για την εξασφάλιση της. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα ώστε η ενεργειακή αποδοτικότητα να αποτελέσει προτεραιότητα ως υποδομή, αρκεί να ξεπεραστούν τα εμπόδια και να συνειδητοποιήσει η κοινωνία το δυναμικό της.