Παρατηρήσεις του ΑΝΕΜΟΥ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ
σχετικά με το σχέδιο νόμου «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της»
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νομοσχεδίου αυτού, ο σκοπός του «είναι η ανάπτυξη του τομέα της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μέσω της δημιουργίας ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος, που θα διευκολύνει τη συμμετοχή όσων πολιτών το επιθυμούν σε παραγωγικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται με σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον και οργανώνονται με τη διάχυση πρακτικών δημοκρατίας, ισότητας, αλληλεγγύης και συνεργασίας μεταξύ των συμμετεχόντων και των τοπικών κοινωνιών». Υπάρχουν όμως πολλές επιφυλάξεις αν αυτή η κατ’ αρχάς θετική νομοθετική πρωτοβουλία δίνει περιθώρια ουσιαστικής διαβούλευσης αλλά και αν επιτυγχάνει τον σκοπό που θέτει.
Αναγκαίος περισσότερος χρόνος και άλλη διαδικασία για τη διαβούλευση
Ο Άνεμος Ανανέωσης έχει συμμετάσχει και παρακολουθήσει σχετικές συζητήσεις για τις δυνατότητες, τις αδυναμίες, τις ευκαιρίες και τους κινδύνους που υπάρχουν στην Ελλάδα σχετικά με την Κοινωνική κι Αλληλέγγυα Οικονομία (ΚΑΛΟ), τόσο στο πλαίσιο του Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας όσο και στο πλαίσιο των ημερίδων που οργάνωσε το Υπουργείο καθώς και σε πολλές άλλες τοπικού ή περιφερειακού χαρακτήρα συναντήσεις. Είμαστε πεπεισμένοι/ες ότι υπάρχει πλούτος ιδεών και εμπειριών που πρέπει να αποτυπωθούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη στη νέα νομοθετική ρύθμιση, πολύ περισσότερο που το νομοσχέδιο επιφέρει σημαντικές αλλαγές που θα καθορίσουν την ίδια την ύπαρξη και λειτουργία των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Ο Άνεμος Ανανέωσης – σε συνέχεια των προτάσεων που είχε καταθέσει και στη διάρκεια των σχετικών ημερίδων που είχε οργανώσει το Υπουργείο αλλά και στη βάση των προτάσεων της πλατφόρμας συνεργασίας του Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας – θα ήθελε να προτείνει στην πολιτική ηγεσία να παρατείνει τον χρόνο διαβούλευσης αλλά και να προσθέσει μια διαδικασία που θα διευκολύνει την ουσιαστική και όχι τυπική διαδικασία διαβούλευσης σχετικά με το σχέδιο νόμου «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της»
Ο χρόνος που διατίθεται (14/7-27/7) μέσα στο καλοκαίρι είναι ελάχιστος αλλά και η ατομική ηλεκτρονική διαβούλευση δεν διευκολύνουν ένα ουσιαστικό διάλογο κι ανταλλαγή – σύνθεση απόψεων για ένα τόσο σοβαρό και λεπτομερειακό νομοσχέδιο που αναμέναμε τόσο καιρό. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει πολλές λεπτομερειακές ρυθμίσεις και είναι αδύνατον να διαμορφωθεί με συλλογικό τρόπο, με αυτές τις διαδικασίες ένα σχέδιο που θα είναι προϊόν ουσιαστικής διαβούλευσης.
Τόσο η κοινωνική επιχειρηματικότητα όσο και το νομοσχέδιο απαιτούν μια διαφορετική προσέγγιση διαβούλευσης ώστε να εκφραστεί και να αποτυπωθεί η πολυμορφία, η ποικιλία, η ιδιαιτερότητα και ο πλούτος της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Η όποια νέα νομοθετική ρύθμιση πρέπει να αποτυπώνει την δυναμική του χώρου και να δημιουργεί με συμμετοχικό τρόπο τις προϋποθέσεις για μια ανάπτυξή του από τα κάτω (bottom up).
Προτείνουμε, λοιπόν, αρχές Σεπτεμβρίου να οργανωθούν με πρωτοβουλία του Υπουργείου μια σειρά συμμετοχικών εργαστηρίων που θα αφορούν συγκεκριμένα θέματα και ενότητες, ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν άμεσα και αυτοπροσώπως όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη και στελέχη των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας κάθε μορφής. Θα ήταν καλό να ακολουθηθούν μεθοδολογίες συμμετοχικού σχεδιασμού που δίνουν τη δυνατότητα σε όλους κι όλες να εκφράσουν απόψεις με δομημένο τρόπο ώστε να οδηγηθούμε σε αποτελέσματα μέσω της σύνθεσης απόψεων. Ως Άνεμος Ανανέωσης είμαστε στη διάθεσή σας να βοηθήσoυμε στην μεθοδολογία.
Συμφωνούμε επίσης με την παρατήρηση του ΔΙΚΚΕΜ ότι η επιλογή ενός τόσο ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος είναι προβληματική, καθώς το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου αφορά σε φορείς της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που διαμορφώνουν με εσωτερική διαβούλευση τη συλλογική τους έκφραση και η οποία πίεση αλλοιώνει τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Είναι αδύνατο μέσα στο ασφυκτικό χρονικό διάστημα που έχει οριστεί να προλάβουν τα μέλη κάθε κοινωνικής επιχείρησης να συναντηθούν και να διαμορφώσουν συλλογικά τις προτάσεις τους, πολύ περισσότερο να βρεθούν και να συζητήσουν από κοινού (πχ στο πλαίσιο του Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας) όχι μόνο γενικές αλλά και ειδικές κατευθύνσεις του νομοσχεδίου.
Επομένως, και οι δικές μας προτάσεις και παρατηρήσεις μας είναι αρχικές και απαιτείται περαιτέρω επεξεργασία τους με βάση την μεθοδολογία που προτείνουμε συμμετοχικού σχεδιασμού.
Ασάφεια μεταβατικών διατάξεων
Ποια είναι η σχέση των φορέων «Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας» που δημιουργούνται με βάση το νέο θεσμικό πλαίσιο σε σχέση με όσες κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν ήδη δημιουργηθεί με βάση τον νόμο 4019/2011 και είναι ήδη εγγεγραμμένες στο Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας;
Στο νομοσχέδιο δεν φαίνεται με σαφή τρόπο το πώς μεταβαίνουμε από τον νόμο 4019/2011 στο νέο πλαίσιο, αν και το νομοσχέδιο βασίζεται στον υπάρχοντα νόμο. Για παράδειγμα αναφέρεται στο Κεφάλαιο Β’ «Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας», Άρθρο 3 «Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, παράγραφος 1 «Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ) που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2716/1999 (Α’ 96), όπως ισχύει, και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν. 1667/1986 (Α’ 196), καθώς και όσων ορίζει το αρ.12 του ν. 3842/2010 (Α’ 58), καθώς και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο, θεωρούνται αυτοδικαίως από τη σύστασή τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου από την εγγραφή τους στο Μητρώο». Όμως έχει υπάρξει και ο νόμος 4019/2011, χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτόν.
Στο άρθρο 4, καθορίζεται ότι: «1. Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (εφεξής αναφερόμενες και ως Κοιν.Σ.Επ.) είναι οι αστικοί συνεταιρισμοί του ν.1667/1986 (Α’ 196), όπως ισχύει, που έχουν ως καταστατικό σκοπό τη συλλογική και την κοινωνική ωφέλεια, όπως ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 και διαθέτουν εκ του νόμου εμπορική ιδιότητα.
Ανάλογα με τον ειδικότερο σκοπό τους, οι Κοιν.Σ.Επ. διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
α) Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης, οι οποίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: αα)Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ευάλωτων Ομάδων, αβ) Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ειδικών Ομάδων, ενώ αγ) Οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) του αρ.12 του ν.2716/1999 (Α’ 96), όπως ισχύει, θεωρούνται αυτοδικαίως Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις Ένταξης.
β) Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής ωφέλειας, οι οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητες “βιώσιμης ανάπτυξης”, όπως ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 ή και παρέχουν “κοινωνικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος”, όπως ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 2″.
Ο διαχωρισμός αυτός παραμένει όμως προβληματικός αφού στην πράξη πολλές παραγωγικές κοινωνικές επιχειρήσεις (πρωτογενούς παραγωγής ή επαναχρησιμοποίησης-ανακύκλωσης) μπορεί να έχουν και δραστηριότητες κοινωνικής ένταξης, πχ μεταναστών και προσφύγων, ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Σχετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου
Είχαμε χαιρετίσει την πρόθεση του υπουργείου να διορθώσει προβλήματα που είχε η προηγούμενη νομοθετική ρύθμιση του 4019/2011 αλλά και να προσπαθήσει να θέσει ένα κοινό πλαίσιο για όλες τις μορφές επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας. Ως Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας είχαμε αποτυπώσει μέσω των Διακηρύξεων του 2014 και του 2015 τις προτάσεις και ιδέες μας για το τι πρέπει να αλλάξει, ενώ ο Κώδικας Δεοντολογίας Κοινωνικών Επιχειρήσεων που διαμορφώθηκε με συλλογικό τρόπο περιλαμβάνει αξίες, αρχές και κοινές θέσεις που θα θέλαμε να αποτυπώνονται και στις γενικές κατευθύνσεις του νομοσχεδίου.
Το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει αρκετές προσθήκες και αλλαγές που ήταν απολύτως απαραίτητες και βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση αλλά και πολλές ρυθμίσεις και διατάξεις που είναι αντιφατικές και προβληματικές. Όμως με πολλές από τις διατάξεις του αυξάνεται η εσωτερική γραφειοκρατία των Κοιν.Σ.Επ. αλλά και σημαντικά το κόστος λειτουργίας τους.
Αυτό-οργάνωση από τα κάτω και τελικός μόνο έλεγχος από την διοίκηση, αντί για ασφυκτική κρατική παρέμβαση σε κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων
Δεν είναι σαφής η στρατηγική επιλογή του νομοθέτη για την Κοινωνική κι Αλληλέγγυα Οικονομία. Επιδιώκει την ενίσχυση της αυτό-οργάνωσης του χώρου της Κοινωνικής κι Αλληλέγγυας Οικονομίας ή τον κρατικό έλεγχο και την πλήρη εξάρτησή της από το κράτος;
Η φιλοσοφία της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας είναι πρωτοβουλία από τα κάτω (bottom up approach), αυτό-οργάνωσή της στη βάση αξιών, αρχών και κοινών θέσεων καθώς και δημιουργία από την ίδια υποστηρικτικού οικοσυστήματος και μηχανισμών ελέγχου, ώστε να υπάρχει κατάλληλη υποστήριξη με προδιαγραφές κατάλληλες για κοινωνικές επιχειρήσεις αλλά και να αποτρέπονται αποτυχίες, αστοχίες και φαινόμενα διαφθοράς ή απάτης. Ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση το νομοσχέδιο αποτυγχάνει κατά την άποψή μας πλήρως. Αντιθέτως, προχωράει σε μια υπερβολική, αναλυτική και εξαντλητική ρύθμιση λεπτομερειών λειτουργίας των επιχειρήσεων που έρχεται να αμφισβητήσει αυτή την προσέγγιση, καθορίζει με λεπτομέρεια και γραφειοκρατική προσέγγιση τον τρόπο λειτουργίας – χωρίς μάλιστα να αποσαφηνίζει αρχές κι αξίες – και θέτει εκ των πραγμάτων φραγμό στην αυτενέργεια, στην συλλογική διαχείριση και στην δημιουργία από τον ίδιο των χώρο των δομών και θεσμών στήριξης, συμβουλευτικής, εκπαίδευσης και ελέγχου/ αναφορών. Κατά την άποψή μας ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης θα έπρεπε να αφορά στον τελικό έλεγχο και όχι στον λεπτομερειακό και εξαντλητικό προσδιορισμό κάθε λεπτομέρειας.
Η επιλογή ενός τόσο ασφυκτικού ρυθμιστικού πλαισίου που ενσωματώνεται μάλιστα σε νόμο – (στη βάση της αντίληψης ότι «επιχειρεί να αποτρέψει φαινόμενα διαφθοράς και αστοχίας, δηλαδή να «προστατεύσει» τον χώρο από απόπειρες συγκαλυμμένης ιδιωτικής επιχειρηματικότητας), στην πράξη οδηγεί σε λάθος κατεύθυνση. Συμφωνούμε με την παρατήρηση του ΔΙΚΚΕΜ ότι το νομοσχέδιο με αυτό τον τρόπο «δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες, ανασχετικές και αντιφατικές ως προς την πρόθεση ανάπτυξης της ΚΑΛΟ και μετουσίωσής της σε πυλώνα της οικονομίας, εναλλακτικό και ανατρεπτικό του κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής λειτουργίας και ανάπτυξης. Και όλα αυτά σε ένα χώρο που νομοτελειακά και εξελικτικά δύναται να αυτοθεσμίσει μηχανισμούς αυτοελέγχου και αυτοκάθαρσης».
Επιδιώκεται ακόμα και το θέμα της επιλογής της μεθόδου μέτρησης κι έκθεσης του κοινωνικού αντίκτυπου, θέμα καθαρά επιστημονικό και κοινωνικό, να καθοριστεί με νόμο από το κράτος! Είναι σαφές ότι ο νόμος πρέπει να ωθεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις να προβαίνουν σε μέτρηση και σε έκθεση του κοινωνικού αντίκτυπου, αλλά δεν μπορεί η μεθοδολογία να «κλειδώσει» με διάταξη που επιβάλλει το κράτος.
Άρση των διακρίσεων σε βάρος τους, όχι ιδρυματική αντιμετώπιση των κοινωνικών επιχειρήσεων
Επίσης, ενώ αναγνωρίζεται διεθνώς αλλά και στο νομοσχέδιο ο ρόλος και η σημασία της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, στην πραγματικότητα έρχονται να προστεθούν και άλλες υποχρεώσεις και επιβαρύνσεις (γραφειοκρατικές, φορολογικές, και ασφαλιστικές), χωρίς να επιλύονται προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί μέχρι σήμερα. Αν ισχύσουν ορισμένες διατάξεις του, θα διαμορφωθούν νέες διακρίσεις και αποκλεισμοί σε βάρος των κοινωνικών επιχειρήσεων, σε σχέση με διαδικασίες και ρυθμίσεις που ισχύουν για κάθε άλλη επιχείρηση. Ως Άνεμος Ανανέωσης έχουμε ζητήσει όχι ιδιαίτερη και «ιδρυματική» αντιμετώπιση των κοινωνικών επιχειρήσεων κάθε μορφής, αλλά άρση των διακρίσεων σε βάρος τους, ακολουθώντας τις διατάξεις και απαιτήσεις των ευρωπαϊκών Κανονισμών για τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία.
Ενιαία αντιμετώπιση από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες
Όπως και στο νομοσχέδιο έτσι και στις σχέσεις των κοινωνικών επιχειρήσεων με την διοίκηση, αυτές άλλοτε αντιμετωπίζονται ως αμιγώς επιχειρηματικές δραστηριότητες κι άλλοτε ως συλλογικά εγχειρήματα που στερούνται των δικαιωμάτων ή έχουν περιορισμένη αναγνώριση των δικαιωμάτων άλλων τύπων επιχειρήσεων. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μια σαφής κι ενιαία αντιμετώπιση τόσο στο νομοσχέδιο όσο και στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Έχουμε επισημάνει ότι, μεταξύ άλλων, όλα τα πληροφοριακά συστήματα (ΕΡΓΑΝΗ, ΙΚΑ, ΟΑΕΔ) πρέπει να αντιμετωπίζουν με ενιαίο τρόπο τις κοινωνικές επιχειρήσεις, γιατί ήδη η απουσία συνοχής δημιουργεί τραγελαφικές καταστάσεις και δημιουργεί καταστάσεις αποκλεισμού στην πράξη για τις ΚΟΙΝΣΕΠ αλλά και τις άλλες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, ένα πληροφοριακό σύστημα «αναγνωρίζει» τις ΚΟΙΝΣΕΠ ως «στενό δημόσιο» (αυτή είναι η αιτιολογία που ο ΟΑΕΔ, παρά της εντάσεις και επεξηγήσεις μας απέρριψε από πρόγραμμα για την «ρευστότητα επιχειρήσεων» τον ΑΝΕΜΟ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ), ενώ το πληροφοριακό σύστημα της εφορίας μας «αναγνωρίζει» ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Πουθενά δεν υπάρχει η ιδιαίτερη «ταυτότητα», δηλαδή αυτή της κοινωνικής επιχείρησης.
Οι θέσεις εργασίας δεν επιβάλλονται νομοθετικά…
Οι θέσεις εργασίας δεν μπορούν να επιβληθούν νομοθετικά. Είναι απόλυτα προβληματική η ρύθμιση των εργασιακών αναγκών και συνθηκών των επιχειρήσεων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με έναν γενικό και ισοπεδωτικό τρόπο, κάτι που δεν ισχύει για οποιαδήποτε άλλη μορφή επιχείρησης. Δημιουργούνται επιπλέον διακρίσεις και επιβαρύνσεις, και συνθήκες ασφυξίας και αυτοδιάλυσης πολλών κοινωνικών επιχειρήσεων αλλά και αρνητικό κλίμα για την δημιουργία νέων.
Τα προβλήματα βιωσιμότητας δεν λύνονται με έναν ισοπεδωτικό τρόπο, που δεν αφήνει καθόλου ευελιξία και δυνατότητες προσαρμογής των κοινωνικών επιχειρήσεων, σε μια περίοδο με μεγάλη μεταβλητότητα και βαθιά κρίση. Πολύ περισσότερο που οι διάφορες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων έχουν διαφορετικές ανάγκες (πχ πρωτογενής παραγωγή, παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, χρηματο-οικονομικοί συνεταιρισμοί, βιομηχανική παραγωγή, τουριστικοί ή πολιτιστικοί σκοποί, κα).
Προτείνουμε, επίσης, τη χρήση του όρου ««συνεταιρισμένη εργασία» αντί της «μισθωτής εργασίας».
Συμφωνούμε με την σχετική πρόταση του ΔΙΚΚΕΜ: «πρότασή μας ως συνέχεια του άρθρου 2 παράγραφος 2γ, η οποία κατά τη γνώμη μας θωρακίζει το χώρο απέναντι σε καιροσκόπους: «Προάγουν την αρχή «ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία», μεριμνούν για τη σύγκλιση στην αμοιβή της εργασίας, εφαρμόζοντας σύστημα αμοιβών που ρυθμίζει δίκαια την αναλογία ανώτατης προς κατώτατη αμοιβή για τους συμμετέχοντες. Η υποχρέωση αυτή ισχύει και σε οποιασδήποτε μορφής σύμπραξη δύο ή περισσότερων νομικών προσώπων».
Αναγνώριση του ιδιαίτερου ρόλου της κοινωνικής κι αλληλέγγυας οικονομίας
Επίσης, προτείνουμε, αναγνωρίζοντας την κοινωνική σημασία και τον ιδιαίτερο ρόλο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας:
- Να υπάρξει πρόβλεψη για εξαίρεση από την καταβολή τέλους επιτηδεύματος για τα πρώτα 3 τουλάχιστον χρόνια λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων (για όσες το έχουν ήδη καταβάλλει να υπάρξει συμψηφισμός με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις τους) ή για τα πρώτα 5 χρόνια, όπως στους νέους επαγγελματίες, αν οι συμμετέχοντες στην κοινωνική επιχείρηση είναι νέοι στην ηλικία.
- Προτείνουμε η εγγραφή των κοινωνικών επιχειρήσεων να γίνεται σε περιφερειακό επίπεδο με δια-σύνδεση των επιμέρους περιφερειακών μητρώων ώστε να υπάρχει πλήρης εικόνα για την κατάσταση των κοινωνικών επιχειρήσεων. Επίσης, το ΓΕΜΗ να ανήκει στις αρμοδιότητες μιας ανεξάρτητης αρχής.
- Να αναγνωριστεί η δυνατότητα συνεργασίας των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας μεταξύ τους και με άλλους φορείς για την δημιουργία αξιόπιστων και κατάλληλων υποστηρικτικών δομών, για εκπαίδευση, συμβουλευτική, υποστήριξη και έλεγχο τήρησης των αξιών και αρχών της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Οι πόροι των κοινωνικών επιχειρήσεων που διατίθενται για την ανάπτυξη και λειτουργία των θεσμών αυτών πρέπει να απαλλάσσονται από τη φορολογία, ενώ οι δομές αυτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν προτάσεις σε σχετικά περιφερειακά, εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, χωρίς να βρίσκονται αντιμέτωπες με υπερβολικές απαιτήσεις υποδομών και γραφειοκρατίας.
Ενδεικτικές επιπλέον παρατηρήσεις επί ορισμένων άρθρων
Άρθρο 2, παρ. 8
Προτείνουμε την αντικατάσταση της έννοιας «μισθωτή εργασία» με τη διεθνώς νομοθετημένη έννοια της «συνεταιρισμένης εργασίας».
Άρθρο 2, παρ. 10 και 11
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό (ξανα) συστήνεται «το Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας, καλούμενο εφεξής “τμήμα μητρώου”, της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας και Κοινωνικής Συνοχής της Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας & Ένταξης στην Απασχόληση του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΥΠΕΚΑΑ) που είναι η αρμόδια διοικητική αρχή για τον έλεγχο νομιμότητας και σκοπιμότητας κατά τη σύσταση των Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και των Συνεταιρισμών Εργαζομένων, και, κατά τη λειτουργία τους, εποπτεία και έλεγχο νομιμότητας αυτών και των υποχρεωτικώς καταχωριστέων στο Γ.Ε.ΜΗ. πράξεών τους. Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας, αποκαλούμενο εφεξής «μητρώο» είναι η βάση δεδομένων που τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή και υπάγεται στο τμήμα μητρώου της προηγούμενης παραγράφου. Όπου στο νόμο 1667/1986 αναφέρεται καταχώριση στο «Μητρώο Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου» ή «στο Μητρώο της παραγράφου 3 του άρθρου 1» θεωρείται το μητρώο του προηγούμενου εδαφίου. Η πρόσβαση σε αυτό γίνεται ατελώς».
Θα προτείναμε τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής με αρμοδιότητες όπως αυτές περιγράφονται στη σχετική παράγραφο ή την δημιουργία, καλύτερα, δομών από τις ίδιες τις κοινωνικές επιχειρήσεις (κάτι σαν Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών) που θα συντάσσουν ανεξάρτητες αλλά εξειδικευμένες για κοινωνική επιχειρηματικότητα εκθέσεις. Ανάλογες δομές έχουν δημιουργηθεί σε άλλες χώρες και μπορούμε να αξιοποιήσουμε την υπάρχουσα ευρωπαϊκή εμπειρία. Μια δημόσια / κρατική δομή θα μπορούσε ίσως να διασφαλίζει την ανεξαρτησία και τον επαγγελματισμό του σώματος αυτού, όπως στην περίπτωση του Σώματος Ορκωτών Λογιστών.
Άρθρο 6, παρ 1 και 2
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, «η Κοιν.Σ.Επ. οφείλει να καταχωρεί στο Μητρώο κάθε μεταβολή του καταστατικού της, λοιπών στοιχείων της αλλά και τον ετήσιο προγραμματισμό, τον ετήσιο απολογισμό και τον ετήσιο ισολογισμό, εγκεκριμένους από την Γενική Συνέλευση των μελών της αλλά ταυτοχρόνως η Κοιν.Σ.Επ. οφείλει να συντάσσει ετήσιο οικονομικό προγραμματισμό και απολογισμό εκτέλεσης αυτού, τους οποίους αποστέλλει στο ΓΕΜΗ και εγκρίνονται από το Τμήμα Μητρώου και μετά την έγκρισή τους δημοσιεύονται στο ΓΕΜΗ. Ο ετήσιος οικονομικός προγραμματισμός αποστέλλεται υποχρεωτικά μέχρι 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου του προγραμματισμού έτους».
Με αυτή την διάταξη, όμως, δύο κατά βάση κρατικά όργανα (Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας και ΓΕΜΗ) ελέγχουν διπλά και τη νομιμότητα και την σκοπιμότητα των κοινωνικών επιχειρήσεων και μάλιστα το Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας επανελέγχει (αν και κάτι τέτοιο δεν ισχύει για άλλες επιχειρήσεις) τις πράξεις που καταχωρούνται στο ΓΕΜΗ. Η εγγραφή και στο ΓΕΜΗ (Γενικό Εμπορικό Μητρώο) και στο Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας δημιουργεί επιπλέον γραφειοκρατία, αυξάνει το κόστος και δημιουργεί νέα προβλήματα. Το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) όλων των νομικών μορφών επιχειρήσεων στην Ελλάδα θα βοηθήσει μεν στην παρακολούθηση των εμπορικών επιχειρήσεων αλλά δεν είναι σίγουρο ότι έχει προετοιμαστεί για να εξυπηρετήσει και τις ίδιες τις κοινωνικές επιχειρήσεις
Άρθρο 6, παρ 6
Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι «Το μέλος της Κοιν.Σ.Επ. ευθύνεται έναντι των δανειστών της μέχρι του ποσού που κατέβαλε για την απόκτηση της συνεταιριστικής του μερίδας. O νόμιμος εκπρόσωπος της Κοιν.Σ.Επ. ευθύνεται για τις οφειλές της Κοιν.Σ.Επ.». Αυτό όμως διασπά τη συλλογική ευθύνη και την συμμετοχή όλων των μελών στη λήψη των αποφάσεων και μεταφέρει δυσανάλογα βάρη και εξουσία στον νόμιμο εκπρόσωπο.
Η πρότασή μας είναι η ευθύνη για τις οφειλές της Κοιν.Σ.Επ. να αφορά σε όλα τα μέλη συλλογικά και όχι μόνο σε ένα άτομο. Αυτό θα ενισχύσει την συμμετοχή των μελών και την δημοκρατική λήψη αποφάσεων, δεν θα ευνοεί την ανάθεση και την αδιαφάνεια στη λειτουργία της κοινωνικής επιχείρησης.
Άρθρο 7, παράγραφος 9
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «Απαγορεύεται η ανάθεση έργου που αφορά στον κύριο ή στους κύριους τομείς δραστηριότητας της Κοιν.Σ.Επ. σε τρίτους ή σε μέλη της από την Κοιν.Σ.Επ. Ο κύριος ή κύριοι τομείς δραστηριότητας προκύπτουν από το καταστατικό και τους ενεργούς κωδικούς αριθμούς δραστηριότητας».
Το άρθρο αυτό δημιουργεί επιπλέον διακρίσεις σε βάρος των ΚΟΙΝΣΕΠ αφού αποκλείει την δυνατότητα απασχόλησης σε αυτές ατόμων με συμβάσεις συγκεκριμένου έργου, κάτι που ισχύει όμως για όποιες άλλες επιχειρήσεις. Η προσπάθεια αποκλεισμού «υποκρίπτουσας εξαρτημένης εργασίας», δεν πρέπει να οδηγεί σε πλήρη απαγόρευση συμβάσεων παροχής έργου αλλά σε τήρηση της νομοθεσίας, όπως πρέπει να γίνεται για όλες τις επιχειρήσεις. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι ΚΟΙΝΣΕΠ μπορεί να αποτελούνται από παραγωγούς, όχι κατ΄ ανάγκη από μισθωτούς, ενώ δεν γίνονται βιώσιμες οικονομικές επιχειρήσεις αυτομάτως, με την ίδρυσή τους.
Άρθρο 7 παράγραφος 10
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «Η παροχή υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση του σκοπού της Κοιν.Σ.Επ. από μέλη της, τα οποία δεν βρίσκονται σε εργασιακή σχέση με αυτήν, είναι μη αμειβόμενη και γίνεται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 713 επ. Α.Κ. Η σύμβαση εντολής που συνάπτεται μεταξύ μελών και Κοιν.Σ.Επ. οφείλει να γίνεται εγγράφως, να περιγράφει με σαφήνεια την παρεχόμενη υπηρεσία και σε κάθε περίπτωση δε μπορεί να υπερβαίνει τις 16 ώρες εβδομαδιαίως. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου. Για τους Κοι.Σ.Π.Ε. εφαρμόζεται το άρθρο 12 του ν. 2716/1999 (Α’ 270 )».
Παρόμοια είναι και η φιλοσοφία στο άρθρο 26, παράγραφος 7, που αναφέρεται στους εθελοντές και προσδιορίζει:
«Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας δεν έχει ασφαλιστικές ή φορολογικές υποχρεώσεις προς τα μη μέλη που λειτουργούν ως εθελοντές, εφ` όσον πληρούνται σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α. Η εθελοντική δράση δεν αφορά στον κύριο τομέα δραστηριοτήτων του Φορέα.
β. Από την εθελοντική δράση δεν παράγονται άμεσα έσοδα για το Φορέα.
γ. Η δράση έχει προαποφασισθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο ή τη Διοικούσα Επιτροπή του Φορέα. Η απόφαση, η πρόσκληση και το πρόγραμμά της δράσης καταγράφονται σε πρακτικό το οποίο προδημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Φορέα ή στο Μητρώο.
δ. Πριν την έναρξη της δράσης έχουν καταχωρηθεί στο Μητρώο Εθελοντών του Φορέα, τα απαιτούμενα αναγνωρίσιμα ατομικά στοιχεία των προσώπων, που θα προσφέρουν εθελοντικά υπηρεσίες για την υλοποίηση της δράσης”.
Το άρθρα αυτά (άρθρο 7, παρ 10 και άρθρο 27, παρ 7) δεν διευκολύνουν καθόλου την συμμετοχή των μελών σε δράσεις σε εθελοντική βάση, αντιθέτως δημιουργούν επιπλέον προβλήματα, δυσανάλογη γραφειοκρατία και σοβαρές διακρίσεις. Πρέπει να ισχύει και για τις ΚΟΙΝΣΕΠ ότι ισχύει σχετικά σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική οργάνωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει ανάγκη, τουλάχιστον στην αρχική φάση, τα μέλη να προσφέρουν εθελοντική εργασία ή να συνεισφέρουν χρήματα ή να συμβάλλουν στην δημιουργία εσόδων για να πετύχουν τη βιωσιμότητα των ΚΟΙΝΣΕΠ. Προσθέτει υπερβολική γραφειοκρατία να υποχρεώνονται τα μέλη να δηλώνουν σε κεντρικές υπηρεσίες τι και για πόσο θα προσφέρουν σε εθελοντική εργασία!
Επίσης, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να προβλέπεται η δυνατότητα άτοκου εσωτερικού δανεισμού της ΚΟΙΝΣΕΠ από τα μέλη της, χωρίς να υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής στα κρατικά ταμεία ποσοστού 3,6% επί του ποσού που δανείζεται. Πολύ περισσότερο που σήμερα δεν είναι εύκολη η πρόσβαση των κοινωνικών επιχειρήσεων σε συστημικές πηγές χρηματοδότησης ή δανεισμού.
Άρθρο 8
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «Ο αριθμός των εργαζομένων μη μελών δε μπορεί να υπερβαίνει σε ποσοστό το 40% του συνόλου των εργαζομένων της Κοιν.Σ.Επ». Αν και επιδίωξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι ο συνδυασμός του ρόλου του εργαζομένου με αυτόν του μέλους, δεν μπορεί να επιβάλλεται νομοθετικά ένα ποσοστό-όριο για τους εργαζόμενους που δεν είναι μέλη της ΚΟΙΝΣΕΠ. Τόσο η φύση πολλών επιχειρήσεων όσο και ο βαθμός πειστικότητας και ελκυστικότητάς τους είναι αυτός που θα καθορίσει την ισορροπία μελών και μη μελών εργαζομένων και όχι η νομοθεσία.
Άρθρο 10
Με βάση το άρθρο αυτό, «η Διοικούσα Επιτροπή (Δ.Ε.) αποτελείται από τουλάχιστον 3 μέλη, που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση, και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο ή το νόμιμο εκπρόσωπό της και τα μέλη της και σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός των μελών της είναι περιττός αριθμός».
Δεν νομίζουμε ότι πρέπει ο νόμος να καθορίσει αν ο συνολικός αριθμός των μελών της ΔΕ είναι ή όχι περιττός αριθμός. Προφανώς αυτό θα καθοριστεί από τον συνολικό αριθμό των μελών, τη φύση της ΚΟΙΝΣΕΠ και τον τρόπο εσωτερικής λειτουργίας κι οργάνωσής της.
Άρθρο 11, παρ. 2
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν είναι σαφές αν τα «κέρδη» φορολογούνται πριν διατεθούν για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας, δημιουργία αποθεματικού, διανομή στους εργαζόμενους και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ή αν φορολογούνται τυχόν κέρδη μετά από αυτά. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις, εφόσον αυτό δεν διευκρινίζεται, είναι πιθανόν να υποχρεούνται και σε προκαταβολή 100% φόρου για την επόμενη χρονιά.
Υπάρχουν σαφώς αντιφατικές διατυπώσεις σχετικά με την φορολογία: Το νομοσχέδιο αναφέρει, πάντως, χαρακτηριστικά: «Τα μετά τη φορολόγηση κέρδη διατίθενται ετησίως κατά ποσοστό 5% για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, κατά ποσοστό μέχρι 35% διανέμονται στους εργαζομένους της επιχείρησης, και το υπόλοιπο διατίθεται για δραστηριότητες της διευρυμένης παραγωγικής της ικανότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας του άρθρου β. Το ποσοστό επί των κερδών που διατίθεται για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 10% του υπολειπόμενου ποσού μετά τα διανεμόμενα σε τακτικό αποθεματικό και εργαζόμενους. γ. Το διανεμόμενο στους εργαζόμενους ποσό απαλλάσσεται της φορολογίας περί εισοδήματος νομικών προσώπων, της φορολογίας διανεμόμενων κερδών από νομικά πρόσωπα».
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν απαλλάσσονται από το τέλος επιτηδεύματος, παρά το γεγονός ότι είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν συγκεκριμένο ποσό για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας αν έχουν «κέρδη» (που έτσι κι αλλιώς φορολογούνται) αλλά και εκ του σκοπού τους συμβάλλουν στην ευημερία της κοινωνίας.
Άρθρα 14-24 που αφορούν του συνεταιρισμούς εργαζομένων
Οι περισσότερες από τις παρατηρήσεις μας αφορούν και τα άρθρα που αναφέρονται στους συνεταιρισμούς εργαζομένων, μια και τα περισσότερα επαναλαμβάνονται και για αυτή την κατηγορία συνεταιρισμών. Βασικά προβλήματα, όμως, που αφορούν στη σύσταση συνεταιρισμών εργαζομένων σε επιχειρήσεις που χρεοκοπούν, κηρύσσουν πτώχευση ή δεν έχουν διάδοχο σχήμα δεν επιλύονται. Αυτά όμως είναι βασικά προβλήματα που εμποδίζουν ακόμα και υπάρχουσες συνεταιριστικές προσπάθειες να προχωρήσουν…
Άρθρο 25
Σχετικά με τις Ενώσεις Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, το νομοσχέδιο διευκρινίζει ότι “μπορούν να συστήνονται με τη συμμετοχή δέκα (10) τουλάχιστον Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που διέπονται από τον παρόντα νόμο” αλλά περιορίζει τις δυνατότητές τους, αποσαφηνίζοντας ότι η «Ένωση αυτή δεν έχει εμπορική ιδιότητα και σκοπός της είναι η προαγωγή και διάδοση των δραστηριοτήτων συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας των μελών της και η ανάπτυξη των αρχών της κοινωνικής οικονομίας». Έτσι όμως παρεμποδίζεται η δημιουργία μιας ένωσης που θα διακινεί για παράδειγμα από κοινού τα προϊόντα που παράγουν κοινωνικές επιχειρήσεις ή θα έχει συμπληρωματική παραγωγή προϊόντων ή ενέργειας από ΑΠΕ κα. Πιο κάτω βέβαια αναφέρεται στην δυνατότητα δημιουργίας συμπράξεων, αστικών συνεταιρισμών κα. Χρειάζεται περαιτέρω αποσαφήνιση για το τι ισχύει και τι όχι μια στο άρθρο 26, παρ 4 αναφέρεται ότι «Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας δύνανται να συμπράττουν δημιουργώντας κοινοπραξίες, αστικούς συνεταιρισμούς, καθώς και ευρωπαϊκούς συνεταιρισμούς ή ευρωπαϊκούς ομίλους. Σε περίπτωση δημιουργίας δικτύου οικονομικής συνεργασίας, αυτό οφείλει να έχει διακριτή νομική προσωπικότητα».
Άρθρο 26
Στα υποστηρικτικά μέτρα για τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, αναφέρεται ότι «οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μετέχουν σε υποστηρικτικά μέτρα για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, εφόσον είναι καταχωρισμένοι ως τέτοιοι στο Μητρώο, έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση από το Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης, σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του άρθρου δεύτερου του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3912/2011 (Α’ 23 17), όπως ισχύει, και δύνανται να υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3908/2011 (Α’ 8), όπως ισχύουν, και απολαμβάνουν των Υποστηρικτικών Μέτρων του παρόντος άρθρου. 3. Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μπορούν να εντάσσονται σε προγράμματα στήριξης της επιχειρηματικότητας και σε προγράμματα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) για τη στήριξη της εργασίας».
Οι διατυπώσεις αυτές όμως δημιουργούν την εικόνα υιοθέτησης μέτρων αποκλεισμού και διακρίσεων σε βάρος των κοινωνικών επιχειρήσεων, μια και δίνεται η εντύπωση ότι να εξαιρούνται από όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά, εθνικά και περιφερειακά προγράμματα που δεν αναφέρονται αναλυτικά. Αν πράγματι ο νομοθέτης επιλέγει κάτι τέτοιο, θα ήταν μια πράξη που αντιβαίνει και στην ευρωπαϊκή νομοθεσία αλλά και στους Κανονισμούς των Ευρωπαϊκών και Διαρθρωτικών Ταμείων. Επομένως, για να μην δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα ερμηνείας στο μέλλον, θα πρέπει να υπάρξει σαφής διατύπωση ότι «μπορούν να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε πρόγραμμα στο οποίο μπορούν να είναι δικαιούχοι άλλες μορφές επιχειρήσεων ή κοινωνικοί φορείς, μια και συνδυάζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα με τους κοινωνικούς σκοπούς και την βιωσιμότητα (αειφορία)».
Άρθρο 27
Στο άρθρο αυτό αναφέρεται η δημιουργία «με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού συστήνεται ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας». Το Ταμείο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και εδρεύει στην Αθήνα. Σκοπός του Ταμείου είναι η χρηματοδότηση προγραμμάτων και δράσεων για την ενίσχυση των Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, όπως αυτοί ορίζονται στο παρόντα νόμο. Οι πόροι του Ταμείου προέρχονται από τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων (εθνικό ή/και συγχρηματοδοτούμενο σκέλος), καθώς και από άλλες πηγές χρηματοδότησης».
Δεν διευκρινίζεται, όμως, το πώς θα λειτουργεί αυτό το ταμείο, το πώς θα αποφευχθεί μια πελατειακή λειτουργία του, το πώς θα υπάρχει διαφάνεια και ισότιμη πρόσβαση, στοιχεία κρίσιμα για την αποφυγή τόσο του «ιδρυματισμού» όσο και σχέσεων εξάρτησης των κοινωνικών επιχειρήσεων από το κράτος.
Επίσης, δεν αποσαφηνίζεται αν το Ταμείο θα λειτουργεί επιπρόσθετα ως προς άλλες πηγές χρηματοδότησης ή αν το ΝΠΔΔ θα διαχειρίζεται αποκλειστικά όλες τις πηγές χρηματοδότησης που θα αφορούν κοινωνικές επιχειρήσεις. Είναι, θεωρούμε, απαραίτητο να αποφευχθεί η συγκέντρωση όλων των εν δυνάμει προγραμμάτων στα οποία θα μπορούσαν να είναι δικαιούχοι οι κοινωνικές επιχειρήσεις σε ένα και μόνο ΝΠΔΔ.
Άρθρο 29
Το άρθρο αυτό προβλέπει μια μη λειτουργική «Εθνική Επιτροπή για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» που συστήνεται στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ορίζεται ότι η «Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και αποτελείται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως Πρόεδρο, τον αρμόδιο για θέματα συντονισμού, σχεδιασμού και παρακολούθησης της Κοινωνικής Οικονομίας Αναπληρωτή Υπουργό, ο οποίος μπορεί και να αναπληρώνει τον Υπουργό, τους Γενικούς Γραμματείς των Υπουργείων Οικονομικών, Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Υγείας, Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τους Γενικούς Γραμματείς Ισότητας και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), τον Διοικητή του ΟΑΕΔ, από έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.) και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (Εν.Π.Ε.), έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.Ε.Α.), έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.), τον εκάστοτε Πρόεδρο της Συνόδου Πρυτάνεων, ένα μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Κοινωνικών Συνεταιρισμών Περιορισμένης Ευθύνης (Π.Ο.ΚΟΙ.Σ.Π.Ε.) και από ένα εκπρόσωπο κάθε Ένωσης Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Στην Εθνική Επιτροπή μπορεί να συμμετέχουν, αναλόγως του θέματος και εφόσον κρίνεται από την Επιτροπή αναγκαίο, και εκπρόσωποι άλλων κατά περίπτωση Υπουργείων ή εκπρόσωποι άλλων φορέων του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα ή επιστημονικών ιδρυμάτων και οργανισμών, εκπρόσωποι συνδέσμων ή ενώσεων ή επιμελητηρίων που ορίζονται με απόφαση του οικείου Συνδέσμου ή Επιμελητηρίου, καθώς και εκπρόσωποι οργανώσεων συλλόγων καταναλωτών»
Με βάση την εμπειρία από ανάλογες «Επιτροπές», αυτές όταν συγκαλούνται έχουν περισσότερο χαρακτήρα δημοσίων σχέσεων και όχι φόρουμ συζήτησης. Εξάλλου είναι σχεδόν απίθανο να μπορέσουν να συγκεντρωθούν όλοι όσοι αναφέρονται αναλυτικά έστω και για μία φορά, πέρα από μία πανηγυρική συνεδρίαση. Η λειτουργία τέτοιων δυσκίνητων Επιτροπών θα πρέπει να αποφεύγεται και, αντιθέτως, να επιδιώκεται η προώθηση συμμετοχικών εργαστηρίων και μοντέλων συμμετοχικής διαβούλευσης με ουσιαστική συμμετοχή μελών των κοινωνικών επιχειρήσεων, όπου αναλόγως με τα θέματα καλούνται και εκπρόσωποι της διοίκησης, επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, που είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε μια αλληλεπίδραση απόψεων και ανταλλαγή εμπειριών ή επίλυση προβλημάτων. Ουσιαστικός πρέπει να είναι ο ρόλος θεσμών υποστήριξης, εκπαίδευσης και συμβουλευτής που ιδρύουν οι ίδιες οι κοινωνικές επιχειρήσεις μέσα από την εθελοντική συνεργασία μεταξύ τους αλλά και σχετικούς φορείς.
Άρθρο 32
Με το άρθρο αυτό προστίθενται κι άλλες υποχρεώσεις για τις κοινωνικές επιχειρήσεις αλλά και νέα κόστη, όπως για παράδειγμα το «Γραμμάτιο Ενιαίου Κόστους Σύστασης Εταιρίας» που για τις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις και τους συνεταιρισμούς εργαζομένων «περιλαμβάνει μόνον το τέλος καταχώρισης”.
Άρθρο 33
Παρά το γεγονός ότι οι υπάρχουσες ΚΟΙΝΣΕΠ έχουν καταγραφεί στο Μητρώο, με το άρθρο αυτό προστίθεται ένα σύνολο νέων υποχρεώσεων και για τις ήδη υπάρχουσες, μεταξύ άλλων, η «με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (α) η έναρξη απογραφής των λειτουργούντων Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στο Γ.Ε.ΜΗ., η λήξη της προθεσμίας απογραφής, τα νομιμοποιητικά́ και συνοδευτικά́ έγγραφα και δικαιολογητικά́, η διαδικασία διαγραφής αυτών που είτε δεν λειτουργούν, είτε δεν απογράφηκαν, β) η ημερομηνία έναρξης υποβολής των καταχωρίσεων στα Γ.Ε.ΜΗ., και γ) κάθε άλλη σχετική́ λεπτομέρεια”