Πόσο “πράσινο” είναι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) που παρουσίασε πρόσφατα η Ελληνική κυβέρνηση; Υπάρχουν ασάφειες και ελλείματα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο μεταξύ του σχεδίου στις γενικές κατευθύνσεις τους και στην εξειδίκευση σε έργα και προγράμματα; Ποιους τομείς αφήνει απέξω και ποιες επιλογές δεν γίνονται ώστε να στραφούμε σε μια κλιματική ουδέτερη και δίκαιη οικονομία;
Ο Άνεμος Ανανέωσης και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας έχουν ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο με ερευνητές, εκπροσώπους επαγγελματικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών φορέων καθώς και ειδικούς για την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) και τι θα σήμαινε αυτή για την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε τέσσερις θεματικούς τομείς:
- Κλίμα και ενέργεια
- Αγρο-διατροφικός τομέας
- Κατοικία, πόλη, μετακινήσεις
- Πράσινη χρηματοδότηση
και σε τέσσερις οριζόντιες πολιτικές:
- κοινωνική συνοχή, κοινωνική πολιτική, κοινωνικός πυλώνας
- εκπαίδευση, νεολαία, απασχόληση
- διάσταση φύλου, κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις
- κοινωνική επιχειρηματικότητα, κοινωνική κι αλληλέγγυα οικονομία
Στόχος είναι να διαμορφωθεί μέσα από μια συστηματική διαβούλευση μια πρόταση για ένα Green Deal που δεν θα αφήνει κανένα/καμία πίσω αλλά και θα συμβάλλει στην δημιουργία ένα νέου παραγωγικού – καταναλωτικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε την δημοσίευση μιας σειράς άρθρων στα θέματα αυτά και θα ακολουθήσουν εργαστήρια και στρογγυλά τραπέζια.
Δημοσιεύουμε το δωδέκατο (12) άρθρο στη σειρά αυτή, της Μαργαρίτας Καραβασίλη – Αρχιτέκτων d.p.l.g. Πολεοδόμος – Χωροτάκτης Msc, τ. Ειδική Γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο ΥΠΕΚΑ – που αξιολογεί την εξειδίκευση σε προγράμματα και έργα των γενικών ευρωπαϊκών κατευθύνσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο κατά πόσο είναι πράσινο πραγματικά και οι επενδύσεις έχουν συνεκτικότητα και επιτυγχάνουν τους στόχους που τίθενται για δίκαιη, πράσινη μετάβαση.
της Μαργαρίτας Καραβασίλη
Αρχιτέκτων d.p.l.g. Πολεοδόμος – Χωροτάκτης Msc
τ. Ειδική Γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο ΥΠΕΚΑ
Στον πυρήνα μιας πρωτοφανούς προσπάθειας ανάκαμψης της ΕΕ βρίσκεται ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ένας Μηχανισμός των 672,5 δισ. € στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης της ΕΕ από τον COVID-19, (Σχέδιο «Next Generation EU»), των 750 δισ. € συνολικά, αποτελεί ιστορικό βήμα προόδου για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς δίνει συνέχεια και προοπτική στους φιλόδοξους στόχους της «Πράσινης Συμφωνίας» επιχειρώντας να πυροδοτήσει μια εκ βάθρων πράσινη, υγιή και δίκαιη ανάκαμψη για την Ευρώπη.
Χάρη στον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, ενώ παράλληλα οι οικονομίες τους θα μπορέσουν να προχωρήσουν στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και να γίνουν πιο βιώσιμες και ανθεκτικές.
Στο πλαίσιο αυτό ζητήθηκε από όλες τις χώρες της ΕΕ να καταρτίσουν την δική τους Εθνική δέσμη προγραμμάτων, μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, προκειμένου να λάβουν στήριξη και χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό, με εστίαση σε έξι βασικούς τομείς πολιτικής:
- (α) πράσινη μετάβαση,
- (β) ψηφιακό μετασχηματισμό,
(γ) έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και απασχόληση, - (δ) κοινωνική και εδαφική συνοχή,
- (ε) υγεία και ανθεκτικότητα και
- (στ) πολιτικές για την επόμενη γενιά, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων
Έχοντας ως με μπούσουλα και Χάρτη Πορείας την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το σχέδιο της Επιτροπής ανέπτυξε μια στρατηγική ανάκαμψης η οποία επιχειρεί να ενισχύσει τους κλιματικούς στόχους που αφορούν στη μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια κλιματικά ουδέτερη περιοχή ως το 2050 ώστε να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στη δράση για το κλίμα και το περιβάλλον, δημιουργώντας έτσι και εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, βελτιώνοντας την υγεία και προστατεύοντας την ποιότητα ζωής.
Η νέα αυτή αναπτυξιακή στρατηγική φιλοδοξεί ταυτόχρονα να καταστήσει την οικονομία της ΕΕ σύγχρονη, αποδοτική, ως προς τη χρήση των πόρων και ανταγωνιστική, όπου η οικονομική ανάπτυξη θα είναι αποσυνδεδεμένη από τη χρήση των πόρων και όπου κανένας άνθρωπος και καμιά περιφέρεια δεν θα μένει στο περιθώριο, υλοποιώντας έτσι τους βασικούς στόχους της στρατηγικής αειφόρου ανάπτυξης αλλά και τις αρχές της κυκλικής οικονομίας.
Και όλα αυτά ως προς τις προθέσεις, τους στόχους και τον κεντρικό κορμό. Γιατί όσον αφορά στην ουσία του πράγματος φαίνεται ότι έχουν παραμείνει αρκετά κενά και υπάρχουν ανησυχίες, που πυροδοτούν ακόμη τη ανοικτή άλλωστε συζήτηση, σε επίπεδο ΕΕ, μια συζήτηση που είναι ακόμη ζωηρή και περιστρέφεται γύρω από τον χαρακτήρα των επενδύσεων και τα κριτήρια επιλογής αυτών, προκειμένου να είναι οι κατάλληλες, αυτές που μπορούν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τις προκλήσεις και να δώσουν άμεσα τις πρέπουσες απαντήσεις που θα υπηρετήσουν την επίτευξη της βιωσιμότητας της οικονομίας της ΕΕ. Επενδύσεις οι οποίες θα καταστήσουν την οικονομία της ΕΕ μια καθαρή, κυκλική οικονομία, θα αποκαθιστούν τη βιοποικιλότητα και θα μειώνουν τη ρύπανση, μετατρέποντας τις κλιματικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις σε ευκαιρίες σε όλους τους τομείς πολιτικής, με προτεραιότητα την αποδοτική χρήση των πόρων και την ουσιαστική Δίκαιη Μετάβαση για όλους και χωρίς αποκλεισμούς.
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και εν γένει η κοινωνία των πολιτών της Ευρώπης, που καταρχήν συμφωνούν ότι οι προτάσεις της Επιτροπής αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, έχουν αντιληφθεί ότι οι προτεινόμενες επενδυτικές δράσεις είναι, σε μεγάλο βαθμό, ατελείς, αφήνοντας πίσω κρίσιμα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, το τεράστιο πρόβλημα της τοξικής ρύπανσης, που αποτελεί την μείζονα απειλή για την υγεία, την συνεχιζόμενη καταστροφή των οικοτόπων και την απώλεια βιοποικιλότητας (που έχουν χαρακτηριστεί ευρέως ως οι κύριες αιτίες νέων ασθενειών), κλπ. Επιπλέον, παρατηρείται έλλειψη λεπτομερειών και κυρίως σαφήνειας σχετικά με το τι σημαίνει πραγματικά πράσινες επενδύσεις. Και για να δώσουμε ένα παράδειγμα: Ενώ οι υψηλές δαπάνες που διατίθενται για την κοινή και ηλεκτρική κινητικότητα πηγαίνουν προς την ορθή κατεύθυνση, το σχέδιο αφήνει την πόρτα ορθάνοιχτη για την εισαγωγή ρυπογόνων κινητήρων, ακόμη και αεροπλάνων, που εντάσσονται στον Μηχανισμό και έτσι λαμβάνουν χρηματοδότηση και άλλα κίνητρα.
Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τις Ευρωπαϊκές Χώρες, όπως παρουσιάστηκε, παραμένει ασαφές και κυρίως ατελές και ελλειμματικό ως προς τις «πράσινες» δράσεις και συμπεριφορές, αλλά και ως προς τους στόχους των δαπανών, κύρια αυτών που αναφέρονται στο κλίμα, αφού αφενός δεν έχουν αποσαφηνιστεί στοιχειώδεις ορισμοί, αφετέρου υπάρχουν στρεβλώσεις, όπως για το τι συνιστά κλιματικές δαπάνες ή βιώσιμα οχήματα κλπ.
Ένα άλλο παράδοξο είναι ότι ο γεωργικός τομέας αγνοείται σχεδόν, καταρχήν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενός τομέα που είναι ήδη αποδέκτης του μεγαλύτερου μεριδίου του προϋπολογισμού (36% από το 2014), με την Κοινή Γεωργική Πολιτική να κοστίζει 60 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Το έλλειμμα που εμφανίζει το Σχέδιο σε σχέση με τον γεωργικό τομέα είναι εντυπωσιακό γιατί ο εν λόγω τομέας αντιπροσωπεύει το 52% των δαπανών της Επιτροπής για το κλίμα τα τελευταία έξι χρόνια και είναι ο μόνος τομέας που έχει αυξήσει τις εκπομπές από το 2012. Αντί λοιπόν να υπάρξουν ικανά κριτήρια και προϋποθέσεις που να εξαρτούν τα γεωργικά κονδύλια από την επίτευξη κλιματικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων και να αναπροσανατολίζουν προς τη στήριξη των γεωργών που έχουν ανάγκη, η Επιτροπή προτείνει την ενίσχυση του προϋπολογισμού για το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Αποσκοπεί στη στήριξη των προηγούμενων πράσινων στόχων όπως αυτό της στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιρούνι», η οποία επιδιώκει σημαντικές περικοπές στη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και θέτει ως στόχο το 25% των εκμεταλλεύσεων της ΕΕ να είναι βιολογικές έως το 2030. Δυστυχώς και σε αυτόν τον τομέα η ΚΓΠ είναι η ιερή αγελάδα της ΕΕ και υπερασπίζεται από ισχυρούς εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων της αγροβιομηχανίας στις Βρυξέλλες, με αποτέλεσμα οι επιδοτήσεις που προβλέπονται για την εντατική γεωργία που βλάπτει το περιβάλλον, έχουν μείνει άθικτες.
Και μάλιστα, παρ’ όλες τις δεσμεύσεις και τις σχετικές ανακοινώσεις, τα περισσότερα από τα 2 τρισ. ευρώ που κρατικών χρημάτων που έχουν δοθεί προς το παρόν ως βοήθεια στις χώρες της ΕΕ, δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Δεν είναι τυχαίο που μέχρι σήμερα, 1,3 εκατομμύρια πολίτες έχουν υπογράψει μια έκκληση πράσινης και δίκαιης ανάκαμψης. Ονομάζεται αναφορά GreenRecovery.eu και στέλνει μηνύματα στις κυβερνήσεις της ΕΕ και στις εθνικές κυβερνήσεις, που «διασώζουν» ρυπογόνες βιομηχανίες σχετικές με τομείς, όπως φυσικό αέριο, πετρέλαιο, άνθρακας, χημικές ουσίες, αυτοκίνητα, αεροπορικές εταιρείες, κλπ., τονίζοντας ότι «η κάθε τόνωση των επενδύσεων πρέπει να συναρτάται απόλυτα από το βαθμό ευθυγράμμισης των εταιρειών με τους κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και κλιματικούς στόχους».
Ανάλογα προβλήματα εμφανίζει και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο μόλις παρουσιάστηκε επίσημα από την πολιτική ηγεσία. Πρόκειται για ένα Σχέδιο που στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες, κινητοποιεί πόρους 57 δισ. ευρώ, περιλαμβάνει συνολικά 170 έργα, επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, φιλοδοξεί να δημιουργήσει 200.000 θέσεις εργασίας και να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 7 μονάδες την επόμενη 6ετία.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει σειρά εντυπωσιακών επενδύσεων σε τομείς αιχμής, εν τούτοις εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του τελικού στόχου, καθώς η προτεραιότητα δεν αποδίδεται σε επενδύσεις και έργα που ευθυγραμμίζονται με τους κλιματικούς και άλλους περιβαλλοντικούς στόχους (κυκλική οικονομία, βιώσιμη κινητικότητα, μεταφορές, βιοποικιλότητα, κλπ.), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι επενδύσεις θα πηγαίνουν σε βιομηχανίες και απασχόληση που να είναι ασφαλείς και βιώσιμες μακροπρόθεσμα.
Δυστυχώς, παρά το ότι εκ πρώτης όψεως είναι εντυπωσιακό και εξυπηρετεί σειρά σημαντικών στόχων, εν τούτοις χαρακτηρίζεται από παρόμοιες ασάφειες και παρουσιάζει αντίστοιχα κενά, ελλείψεις και αντιφάσεις κυρίως σε ότι αφορά στην εξειδίκευση των μέτρων και δράσεων που αφορούν στην πράσινη μετάβαση, ανάλογες με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ.
Και το Εθνικό Σχέδιο όπως και το Ευρωπαϊκό, έτσι όπως είναι σήμερα συνταγμένα αφήνουν κενά και ασάφειες που αδυνατίζουν τους στόχους, ειδικά σε ότι αφορά στην «πράσινη» ανάκαμψη, καθώς τα κριτήρια επιλογής των επενδύσεων είναι ασαφή και αντιφατικά και ο χαρακτήρας των επενδύσεων παραμένει αδιευκρίνιστος.
Δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως «κλιματική δαπάνη» ο ανεφοδιασμός με ορυκτό αέριο και να χρηματοδοτείται από το Εθνικό Σχέδιο ή να χρηματοδοτούνται τεχνολογίες και υποδομές ανεξάρτητα αν είναι τεχνολογίες και υποδομές μηδενικών ρύπων και εκπομπών. Όπως, αντίστοιχα, το «κύμα ανακαίνισης» δεν μπορεί να επιφέρει τα αναμενόμενα οφέλη εάν δεν αφορά σε μια μαζική επιχείρηση βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, όπου η ηλιακή ενέργεια, οι αντλίες θερμότητας και ο οικολογικός-ενεργειακός σχεδιασμός θα διαδραματίζουν το ρόλο που τους αναλογεί, διαθέτοντας προς τούτο και τα απαραίτητα κονδύλια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο το σημαντικό αυτό εγχείρημα θα μπορέσει να είναι πιο αποδοτικό σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας και όχι μόνο, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, στην αναθέρμανση της οικοδομικής δραστηριότητας, και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Δεν μπορεί να συνυπάρχουν επενδύσεις σε έξυπνα και τοπικά δίκτυα, με ικανότητα αποθήκευσης, έξυπνα συστήματα διανομής, έργα «ανάπτυξης ΑΠΕ» και «καθαρού υδρογόνου», που μπορεί να παραχθεί από ΑΠΕ, με επενδύσεις σε υποδομές ορυκτών καυσίμων.
Είναι κρίμα να χαθεί αυτή η μοναδική ευκαιρία της ανάκαμψης για τις χώρες της ΕΕ, γιατί τα βέλτιστα εργαλεία, ικανά να μεταμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε, είναι αυτή τη στιγμή ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και βεβαίως το αντίστοιχο Εθνικό Σχέδιο για την Ελλάδα, έτσι ώστε τα υλικά να επαναχρησιμοποιούνται με ασφάλεια ξανά και ξανά και έτσι να οδηγηθούμε σε μια πραγματικά «κυκλική οικονομία», μεταξύ άλλων. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης επιδεικνύει μια «πρωτοφανή στήριξη» στη βιομηχανία της ανακύκλωσης έναντι της επαναχρησιμοποίησης, αντικατοπτρίζοντας μια στρεβλή και ξεπερασμένη κατανόηση του τι σημαίνει κυκλική οικονομία και είναι κρίμα.
Τόσο σε επίπεδο Ευρώπης, όσο και σε εθνικό επίπεδο έχει αναπτυχθεί η πιο φιλόδοξη στρατηγική στον κόσμο για τη μείωση των αποβλήτων και θα περιμέναμε να δούμε την ενίσχυση της ανάπτυξης επιχειρηματικών μοντέλων τοπικής παραγωγής και καινοτόμων τεχνολογιών που οδηγούν σε πιο βιώσιμα καταναλωτικά πρότυπα, μέσω της διάθεσης των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων.
Ειδικά στη χώρα μας, που έχει αναπτύξει ισχυρά νομοθετήματα για την μετάβαση προς την κυκλική οικονομία, περιμέναμε να ληφθούν υπόψη από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, το οποίο ωστόσο, δεν αποδίδει την αναγκαία σημασία και προσοχή.
Δηλαδή, θα έπρεπε να θέσει σε προτεραιότητα την ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, με βάση τη διαλογή στην πηγή και επενδύσεις κυκλικών επιχειρηματικών και καταναλωτικών μοντέλων, που μειώνουν τη χρήση των πόρων και προωθούν την επισκευή, την επαναχρησιμοποίηση από δεύτερο χέρι και την ανακαίνιση, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων.
Είναι λυπηρό και απολύτως παράδοξο να αγνοούνται βασικές έννοιες τη στιγμή που έχει γίνει πλέον κοινή συνισταμένη ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την ανακύκλωση και να δημιουργήσουμε νέα επιχειρηματικά και καταναλωτικά μοντέλα, που να υποστηρίζουν το δικαίωμα των καταναλωτών να επισκευάζουν και να χρησιμοποιούν καθημερινά προϊόντα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Αντίστοιχα ερωτήματα υπάρχουν σχετικά με το έλλειμμα που παρουσιάζεται και σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα στον τομέα της κινητικότητας, όπου οι μεταφορές ως ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος ενιαίος τομέας στην Ευρώπη, είναι υπεύθυνος για την συνεχή αύξηση των εκπομπών κατά 30% από το 1990.
Ωστόσο είναι απολύτως γνωστό ότι για να έχουμε αποτέλεσμα που να ανταποκρίνεται στους κλιματικούς και άλλους στόχους απαιτούνται σοβαρές επενδύσεις στην ποδηλασία και το περπάτημα, έτσι ώστε οι πόλεις να μπορούν να κατασκευάσουν μόνιμες κατάλληλες υποδομές, χρηματοδοτική στήριξη για τη μετάβαση σε οδικές μεταφορές μηδενικών εκπομπών, σύστημα στήριξης για λεωφορεία μηδενικών εκπομπών, περισσότερα σημεία φόρτισης, ηλεκτροδότηση αποβάθρων και λιμενικών υποδομών, στήριξη αλυσίδων εφοδιασμού, όπως μπαταρίες και πράσινο υδρογόνο και ειδίκευση εργαζομένων.
Το Εθνικό Σχέδιο δεν υποστηρίζει τις πολυτροπικές μεταφορές, καθώς δεν βλέπουμε καμία αύξηση του μεριδίου των τρένων ούτε επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων μεταφορών, έναντι ορυκτών τεχνολογιών ούτε επενδύσεις στην ανανέωση του στόλου ή σχέδιο μείωσης του συνολικού αριθμού αυτοκινήτων ούτε ουσιαστική υποστήριξη των πόλεων για την ηλεκτροδότηση των λεωφορείων, των στόλων τους και την παροχή υποδομών χρέωσης, κλπ.
Με όλα όσα προαναφέρθηκαν δεν είναι άδικο να πούμε ότι παρά τις εξαιρετικά φιλόδοξες βλέψεις και τις σημαντικές προβλεπόμενες δράσεις, επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις, το Εθνικό Σχέδιο υστερεί εμφανώς ως προς την πράσινη πλευρά της ανάκαμψης παρουσιάζοντας ένα σημαντικό έλλειμμα σε κρίσιμους τομείς.
Εκτιμάται ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ισχύει η αρχή «δεν βλάπτω» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για το 100% των επενδύσεων και των κρατικών ενισχύσεων, αποκλείοντας την υποστήριξη επιβλαβών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων και ενισχύοντας περιβαλλοντικά βιώσιμες δραστηριότητες και αυτό έχει κάπου ξεχαστεί. Και ενώ φαίνεται να υπάρχει προσήλωση στη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα και σε ένα μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αποκατάστασης της φύσης, δεν υπάρχει η αντιστοίχιση στις επιλέξιμες επενδύσεις για το διάστημα 2021-2027, οι οποίες θα πρέπει να είναι συμβατές με τους στόχους αειφορίας και τους ειδικούς κλιματικούς στόχους.
Στο πλαίσιο αυτό, τα Σχέδια Ανάκαμψης προκειμένου να αποτελέσουν το μεγαλύτερο πράσινο επενδυτικό πρόγραμμα στον κόσμο, πρέπει να συμπεριλάβουν στη δομή τους επενδύσεις που πληρούν καθαρά περιβαλλοντικά και κλιματικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους για κλιματική ουδετερότητα και για προστασία της βιοποικιλότητας, ώστε, αφενός η αγορά να κινηθεί ανάλογα, αφετέρου η αναμενόμενη επανεκκίνηση των οικονομιών να βασιστεί στον πυλώνα της «Πράσινης Ανάκαμψης» ακολουθώντας και πρόσφατη επισήμανση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά, που αναφέρει ότι όλα τα κεφάλαια ανάκαμψης θα πρέπει να είναι συμβατά με τη Συμφωνία του Παρισιού.
Τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, τα οποία υποβάλλονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι το τέλος αυτού του μήνα, προσφέρουν μια σημαντική ευκαιρία για να προχωρήσουμε προς την προοδευτική τιμολόγηση του άνθρακα. Μέχρι σήμερα, τα σχέδια αυτά έχουν επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στις επενδύσεις παρά στις μεταρρυθμίσεις και είναι μια καλή ευκαιρία να υπάρχουν σαφείς αναφορές στην επιζήμια για το περιβάλλον μεταρρύθμιση των επιδοτήσεων, για τις πράσινες δημόσιες συμβάσεις και βεβαίως για την τιμολόγηση του άνθρακα.
Στη συνέχεια το μπαλάκι θα βρίσκεται στο γήπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα πρέπει να διαπραγματευτεί με τα κράτη μέλη για να συμπεριλάβει περισσότερες πράσινες δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις στα Σχέδια Ανάκαμψης.
Η καλύτερη παρακαταθήκη θα είναι η βέλτιστη συνεισφορά για το κλίμα και για την αναγκαία οικολογική μετάβαση και σε αυτό το πλαίσιο, απαιτούμε αποφασιστικότητα και πολιτική βούληση για μια μεταρρύθμιση που θα συμπεριλάβει την προοδευτική τιμολόγηση του άνθρακα και έτσι θα βάλει ένα λιθαράκι για την αποδέσμευση της Ευρώπης από τις ανθρακούχες εκπομπές, χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω.
Photo by Kristaps Ungurs on Unsplash