Η ενεργειακή μετάβαση και το νομοσχέδιο για τις «κοινότητες ενέργειας»
Του Νίκου Χρυσόγελου,
προέδρου του «ΑΝΕΜΟΥ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ»
www.anemosananeosis.gr
H μετάβαση σε ένα άλλο ενεργειακό μοντέλο που θα βασίζεται κατά 90-100% σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην ενεργειακή αποτελεσματικότητα είναι απαραίτητη για κλιματικούς, περιβαλλοντικούς και οικονομικούς λόγους. Σημασία έχει όμως και ο τρόπος που θα προωθηθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Είναι απαραίτητο οι τοπικές κοινωνίες να έχουν την πλήρη ιδιοκτησία ή σημαντικό ποσοστό ιδιοκτησίας των επενδύσεων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, να αποφασίζουν για την έκταση και την χωροθέτηση των επενδύσεων, να επωφελούνται περιβαλλοντικά και οικονομικά από την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου. Γι αυτό απαιτείται σοβαρός διάλογος, αξιοποίηση της πλούσιας ευρωπαϊκής εμπειρίας, συμμετοχικός σχεδιασμός, συμμετοχή των πολιτών στις επενδύσεις (και όχι μόνο σε ωραία λόγια) καθώς και νέες προσεγγίσεις από την κεντρική διοίκηση και τις τοπικές κοινωνίες.
Από το συγκεντρωτικό μετάβαση σε ένα «κοινοτικό» ενεργειακό μοντέλο
Στο κυρίαρχο ενεργειακό μοντέλο, η ενέργεια παράγεται από μεγάλες επιχειρήσεις που συγκέντρωναν όλο τον πλούτο: πετρελαϊκές εταιρίες, ορυχεία λιγνίτη και κάρβουνου, πυρηνικές εγκαταστάσεις κρατικά μονοπώλια ή μεγάλοι ιδιωτικοί ενεργειακοί όμιλοι. Η τεχνολογία και κοινωνικές – οικονομικές αντιλήψεις υποστήριξαν αυτό το μοντέλο με γενναίες επιδοτήσεις μάλιστα. Για παράδειγμα, στην Γερμανία η παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και πυρηνικά ελέγχεται κατά 94% από ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις.
Η νέα «ενεργειακή επανάσταση» (“energy transition”) – χάρη στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και ως συνέπεια νέων κοινωνικών και οικονομικών αντιλήψεων – στοχεύει σε βαθιές αλλαγές του ίδιου του μοντέλου. Η πληροφορική βοηθάει στην αποκέντρωση της παραγωγής και στην πλήρη αλλαγή των δικτύων διανομής, ενώ η νομοθετικές αλλαγές οδηγούν όχι μόνο στην αυτοπαραγωγή και αυτοκατάλωση ενέργειας αλλά και ανταλλαγή και διάθεση περίσσειας ενέργειας μεταξύ, για παράδειγμα, των κατοίκων μιας γειτονιάς χωρίς να παρεμβάλλεται ένα παλιού τύπου ηλεκτρικού δικτύου. Η εκρηκτική ανάπτυξη των τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει μειώσει δραματικά το κόστος και κάνει εφικτή την μετατροπή του καταναλωτή σε παραγωγό ενέργειας ακόμα και μέσα στις πόλεις.
Η «ενεργειακή επανάσταση» σηματοδοτεί κάτι εντελώς διαφορετικό: η παραγωγή ενέργειας θα είναι από ανανεώσιμες πηγές, ενώ η παραγωγή και διανομή της θα περάσει στις κοινότητες («community energy»). Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη Γερμανία και στη Δανία έχουν περάσει σε σημαντικό βαθμό σε ενεργειακούς συνεταιρισμούς, τοπικές εταιρίες λαϊκής βάσης, δημοτικές επιχειρήσεις και τοπικές – μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καμία σχέση δηλαδή με το κυρίαρχο μέχρι τώρα μοντέλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις και η διαχείριση των δικτύων διανομής «πράσινης ενέργειας» περνάει στις τοπικές κοινότητες και σε ενεργειακούς συνεταιρισμούς. H «Buergerenergie Berlin» είναι μια παρόμοια προσπάθεια στο Βερολίνο που αφορά στην διαχείριση του δικτύου διανομής ενέργειας της πόλης από τους πολίτες. To ενδιαφέρον της πρωτοβουλίας είναι ότι δημιουργεί έναν συνεταιρισμό χιλιάδων πολιτών ο οποίος υποβάλει πρόταση προς το Κοινοβούλιο του Βερολίνου για να αναλάβει το δίκτυο διανομής της ενέργειας και την μετατροπή του σε δίκτυο διανομής πράσινης ενέργειας. Το θέμα έχει συζητηθεί στο κοινοβούλιο του Βερολίνου, ενώ είχαμε την ευκαιρία – στη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής στα Βερολίνο και συνάντησής μας με βουλευτές των Πράσινων, των Σοσιαλδημοκρατών και της Αριστεράς που σχηματίζουν την κυβερνητική πλειοψηφία – να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον. Η πρωτοβουλία “Buergerenergie Berlin” έχει προτείνει να συνεργαστεί με την Δημοτική Επιχείρηση για την Ενέργεια που δημιουργήθηκε πρόσφατα.
Η ανάπτυξη των ενεργειακών συνεταιρισμών στην Ευρώπη
Σήμερα έχουν καταγραφεί από την RESCoop.eu, την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνεταιρισμών και Συνεργατικών σχημάτων πολιτών για παραγωγή ενέργειας μέσω ΑΠΕ, πάνω από 2400 ενεργειακοί συνεταιρισμοί (όχι απλώς τοπικές ενεργειακές εταιρίες) σε ευρωπαϊκό επίπεδο στους οποίους συμμετέχουν εκατομμύρια πολίτες. Αφορούν, κυρίως, στην παραγωγής ενέργειας αλλά όλο και περισσότερο και στη διανομή/παροχή ενέργειας από ΑΠΕ. Μόνο ένας από αυτούς, ο ενεργειακός συνεταιρισμός Ecopower, στο Βέλγιο, έχει 50.000 μέλη και κεφάλαια 50.000.000 Ευρώ. Η Γερμανία διαθέτει σήμερα 831 ενεργειακούς συνεταιρισμούς #REScoop που αποτελούν τμήμα των συνολικά 7700 συνεταιρισμών σε 5 βασικούς τομείς (ενέργεια, τράπεζες-χρηματοπιστωτικός τομέας, γεωργία-τρόφιμα-κατανάλωση, κοινωνικές δραστηριότητες, περιβάλλον) στους οποίους συμμετέχουν 22.000.000 γερμανοί και γερμανίδες.
Οι ίδιοι οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί δημιουργούν δικά τους χρηματο-οικονομικά εργαλεία. Η παραγωγή και διανομή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα συσσωρεύει τεράστια ποσά που σήμερα καταλήγουν στα ταμεία μερικών μεγάλων επιχειρήσεων. Οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί δεν αλλάξουν μόνο το «καύσιμο», δηλαδή από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές, αλλά και μετατρέπουν τα κέρδη σε κεφάλαια που επενδύονται στην τοπική οικονομία και βοηθάνε τους πολίτες, συχνά να αναπτύξουν σημαντικές κοινωνικές και πράσινες υποδομές. Για παράδειγμα, ένας ενεργειακός συνεταιρισμός στο Βέλγιο κατέγραψε το 2016 καθαρά «κέρδη» 2.000.000 ευρώ. Η γενική συνέλευση του, όμως, αποφάσισε να μην μοιράσει 15-20 ευρώ που αντιστοιχούν σε κάθε μέλος αλλά να χρησιμοποιήσει τα 2.000.000 Ευρώ ως επενδυτικό κεφάλαιο για έργα εξοικονόμησης ενέργειας ή στήριξης νοικοκυριών που βιώνουν την κρίση.
Πολλοί ενεργειακοί συνεταιρισμοί βοηθάνε μέσω χαμηλότοκων δανείων να συγκεντρωθούν τα αρχικά κεφάλαια που χρειάζονται στο ξεκίνημά τους νέοι συνεταιρισμοί ώστε να μην χρειάζεται να προσφύγουν σε ακριβό τραπεζικό δανεισμό. Κάποιοι από αυτούς συνέβαλαν στο παρελθόν στην δημιουργία συνεταιριστικών τραπεζών, ενώ τώρα δημιουργούν νέα, καινοτόμα χρηματο-οικονομικά εργαλεία προς όφελος της κοινωνίας.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα
Η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε πρόσφατα ένα σχέδιο νόμου για τις λεγόμενες «ενεργειακές κοινότητες» κι έχει διακηρύξει την πρόθεσή της να ολοκληρώσει την διαδικασία μέχρι τα τέλη Ιουλίου. Η συζήτηση που έχει ανοίξει και η πρωτοβουλία νομοθετικής ρύθμισης είναι ενδιαφέρουσες.
Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να προσδιορίσει το «εμπορικό» μοντέλο που θα ακολουθήσουν οι «ενεργειακές κοινότητες». Σε πολλές χώρες δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία για το εμπορικό σχήμα που ακολουθούν οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί, αντιμετωπίζονται ως οποιαδήποτε άλλη εταιρία αλλά, προφανώς, οι στόχοι και ο τρόπος λειτουργίας τους κάνει να διαφέρουν. Είναι κυρίως οι νομοθετικές ρυθμίσεις σε άλλους τομείς που συνέβαλαν στην ραγδαία ανάπτυξη των ενεργειακών συνεταιρισμών.
Στο σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση υπάρχουν πολλά θέματα που δημιουργούν κενά ή και προβλήματα, όπως πχ η απουσία ξεκάθαρης ρύθμισης για ενεργειακούς συνεταιρισμούς όπως τους γνωρίζουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή η απουσία δέσμευσης για την ενεργειακή μετάβαση στις ΑΠΕ και κλιματικοί στόχοι. Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνουν προσεκτικά βήματα γιατί αντί για καλό στο τέλος μπορεί να δούμε να υψώνονται μεγαλύτερα τείχη.
Ένα βασικό πρόβλημα στο υπάρχον σχέδιο είναι η μεγάλη ασάφεια μεταξύ διαφόρων εννοιών και σχημάτων εξαιτίας της προσπάθεια του νομοθέτη να αποφασίσει με περιοριστικό τρόπο για ένα τόσο περίπλοκο θέμα. Για παράδειγμα στους ενεργειακούς συνεταιρισμούς υπάρχουν μέλη, όχι μέτοχοι. Σε μια τοπική εταιρία μπορεί να υπάρχουν μέτοχοι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, είναι άλλο τοπικές ενεργειακές εταιρίες – που αποτελούν ίσως και σχήμα συνεργασίας μεταξύ εταιριών ή και ΟΤΑ/Περιφερειών που κατέχουν μετοχές – κι άλλο είναι οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που συνήθως, ακόμα και οι πιο μικροί, εκπροσωπούν εκατοντάδες ή οι πιο μεγάλοι χιλιάδες μέλη, αλλά δεν έχουν μετόχους.
Η κριτική του Ανέμου Ανανέωσης σχετικά με το νομοσχέδιο
Στο νομοσχέδιο υπάρχουν, παρά τις διακηρυγμένες καλές προθέσεις, πολλά θέματα που δημιουργούν προβληματισμό. Η νομοθέτηση ξεκινάει από την ανάγκη ενσωμάτωσης στο εθνικό θεσμικό πλαίσιο πρόσφατων ευρωπαϊκών οδηγιών για τις τοπικές ενεργειακές επιχειρήσεις αλλά και ρυθμίσεων σχετικά με τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς.
Οι υπάρχοντες δύο ενεργειακοί συνεταιρισμοί (αυτός της Καρδίτσας κι αυτός της Σίφνου) είναι αστικοί συνεταιρισμοί. Η νέα νομοθεσία δεν φαίνεται να επιλύει υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν παρόμοιοι ενεργειακοί συνεταιρισμοί. Ίσως μάλιστα παρά τις καλές προθέσεις, να προσθέσει εμπόδια ή τουλάχιστον δυσκολίες σε υπάρχοντα σχήματα ή πολύ περισσότερο σε νέα εγχειρήματα που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο.
Και σε αυτό το νομοσχέδιο, όπως και σε άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την κοινωνική επιχειρηματικότητα ή την κοινωνική κι αλληλέγγυα οικονομία, διαπιστώνουμε την τάση να ρυθμίζονται από τον νόμο, με υπερβολικά συγκεκριμένο τρόπο, λεπτομέρειες που αφορούν στην λειτουργία κοινωνικών επιχειρήσεων, δημιουργώντας διακρίσεις σε βάρος τους. Είτε συνειδητά είτε όχι επιβάλλεται μια λογική ότι το κράτος έχει το δικαίωμα να διαμορφώνει με εξαντλητικό τρόπο το πώς θα αναπτυχθούν, πώς και που θα εργαστούν, ποιο εργασιακό μοντέλο θα ακολουθήσουν αυτές οι μορφές επιχειρηματικότητας που αποτελούν κάτι διαφορετικό από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις κρατικές εταιρίες. Μια τέτοια στάση, συνεχίζει να αποτελεί εξαίρεση στο ευρωπαϊκό επίπεδο όπου βλέπουμε μια αυτό-οργάνωση και αυτό-θέσμιση στη βάση συχνά αξιών κι αρχών, καθώς και δημιουργία δομών υποστήριξης, συμβουλευτικής, παρακολούθησης κι ελέγχου από τους ίδιους τους φορείς (πχ ενεργειακοί συνεταιρισμοί, κοινωνικές επιχειρήσεις κα).
Το σχέδιο νόμου που τέθηκε μεν σε ηλεκτρονική διαβούλευση αλλά για ελάχιστες μέρες, έχει κατά τη γνώμη μας σοβαρά προβλήματα:
- Δημιουργεί μεγάλη σύγχυση μεταξύ «ενεργειακών συνεταιρισμών» και «τοπικών ενεργειακών επιχειρήσεων» εντάσσοντάς τις χωρίς σαφή διαφοροποίηση κάτω από το κοινό σχήμα των «κοινοτήτων ενέργειας». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο – κι όχι μόνο – είναι άλλο πράγμα οι «ενεργειακοί συνεταιρισμοί» και άλλο οι «τοπικές ενεργειακές επιχειρήσεις», οι δημοτικές επιχειρήσεις ή οι Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ενέργεια. Στο νομοσχέδιο όλα αυτά αποκτούν ένα ενιαίο πλαίσιο κι αλληλο-συγχέονται.
- Ο όρος «κοινοτική ενέργεια» (Community energy) αναφέρεται παντού σε διεθνές επίπεδο αποκλειστικά στην παραγωγή ή και διακίνηση «πράσινης ενέργειας», ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές καθώς και σε προγράμματα ενεργειακής αποτελεσματικότητας, εξοικονόμησης ενέργειας. Στο νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνονται και το φυσικό αέριο ή το LNG (που δεν είναι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) αλλά θα μπορούσε να ανοίξει παράθυρο ακόμα και για τον λιγνίτη!
- Διαβάζοντας κάποιος το νομοσχέδιο μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι διαφορά μεταξύ μιας «κερδοσκοπικής» ενεργειακής κοινότητας και μιας μη κερδοσκοπικής είναι ο αριθμός των μελών. Το ένα σχήμα απαιτεί κατ΄ ελάχιστον 15 άτομα και το άλλο κατ’ ελάχιστον 5 άτομα. Επίσης, επικρατεί η άποψη ότι ένας ενεργειακός συνεταιρισμός που μπορεί να επιστρέψει στα μέλη του μια απόδοση της τάξης του 1,5% είναι κερδοσκοπικός αν και το ποσό που θα λάβουν μπορεί να αφορά μερικά ευρώ. Είναι προφανές ότι δεν είναι αυτά πραγματικά κριτήρια για το εάν μια ενεργειακή κοινότητα είναι κερδοσκοπική ή όχι. Αυτό προσδιορίζεται από το καταστατικό, τους στόχους και τις επιδιώξεις της επιχείρησης. Πολλοί ενεργειακοί συνεταιρισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να επιστρέψουν στους πολίτες – μέλη τους αποδόσεις της τάξης του 6% χωρίς να χαρακτηρίζονται και να αντιμετωπίζονται ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα μια απόδοση στο ύψος των αποδόσεων των τραπεζών αντιμετωπίζεται ως κερδοσκοπική, αν και μπορεί να αφορά σε αποδόσεις της τάξης των 5-10 Ευρώ ετησίως!
- Είναι απορίας άξιον πώς το νομοσχέδιο προσπαθεί να επιβάλει (παράγραφος 3 του άρθρου 02), όρους ιδιοκτησίας κατοικίας ως προϋπόθεση για να γίνει κάποιος μέλος των «ενεργειακών κοινοτήτων». Μάλιστα για να υπάρξει μια «ενεργειακή κοινότητα» πρέπει ένα πολύ υψηλό ποσοστό (75%) των συμμετεχόντων να κατέχουν ιδιοκτησία στην έδρα της «επιχείρησης». Αυτό είναι φυσικά σε πλήρη αντίθεση με μια βασική αρχή των Συνεταιρισμών για εθελοντική και ελεύθερη συμμετοχή για όλους αλλά και εισάγει διακρίσεις σε σχέση με οποιανδήποτε μορφής επιχείρηση με έδρα ένα τόπο. Μάλιστα επιβάλλει να συγκεντρωθούν και τα Ε9 (έντυπα της εφορίας για επιβεβαίωση της ιδιοκτησίας) πριν την έγκριση της επιχείρησης, αναπαράγοντας την γραφειοκρατική προσέγγιση της ελληνικής διοίκησης και προσθέτοντας ένα τεράστιο όγκο γραφειοκρατίας για ενεργειακούς συνεταιρισμούς που θα εγγράψουν πχ 5000 μέλη, κάτι πολύ συνηθισμένο για έναν ευρωπαϊκό ενεργειακό συνεταιρισμό ή – πολύ περισσότερο – 50.000 μέλη.
- Είναι σαφές ότι η προσέγγιση του νομοσχεδίου προσδιορίζει ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλο «ενεργειακών κοινοτήτων»: περιορισμένης συμμετοχής μικρές επιχειρήσεις ενέργειας που δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα. Υπάρχει, πράγματι, αυτό το είδος ενεργειακών συνεταιρισμών και τοπικών επιχειρήσεων ενέργειας, ολιγομελείς και με περιορισμένες δυνατότητες. Είναι ένα μοντέλο μεταξύ πολλών άλλων μορφών ενεργειακών επιχειρήσεων κι ενεργειακών συνεταιρισμών στην Ευρώπη. Υπάρχουν όμως και ενεργειακοί συνεταιρισμοί που έχουν 2.000 ή και 50.000 μέλη, τα οποία δεν είναι όλα κάτοικοι της περιοχής και δεν έχουν όλα ιδιοκτησία στην περιοχή. Γιατί το νομοσχέδιο πρέπει να επιβάλει το ένα από τα πολλά μοντέλα και να εμποδίσει την δημιουργία άλλων συνεργατικών μορφών – πχ ενεργειακών συνεταιρισμών με 2.000 ή 10.000 μέλη;
Δεν θεωρούμε ότι η κεντρική διοίκηση πρέπει ή επιτρέπεται να καθορίσει ποιο θα είναι το μοντέλο που θα ακολουθήσουν στην Ελλάδα οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί αλλά και άλλες μορφές «τοπικών ενεργειακών εταιρειών».
Στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνεταιρισμών και Συνεργατικών σχημάτων πολιτών για παραγωγή ενέργειας μέσω ΑΠΕ (www.rescoop.eu) αποτυπώνεται η πολυμορφία των ενεργειακών συνεταιρισμών κι άλλων συνεργατικών σχημάτων που αναπτύχθηκαν ανάλογα με την κουλτούρα και τις πραγματικότητες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σίγουρα όμως δεν επιβλήθηκαν νομοθετικά. Είναι η συμμετοχή των ενεργειακών συνεταιρισμών σε αυτή την ομοσπονδία, ένα καλό εργαλείο για να τηρηθούν κανόνες, αρχές και λειτουργίες που θα διασφαλίζουν την πραγματική κι όχι πλασματική ανάπτυξη τέτοιων σχημάτων στην Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό και στο θέμα των ενεργειακών συνεταιρισμών.
Ζητάμε λοιπόν από την κυβέρνηση να μην νομοθετήσει κι επιβάλει ένα πολύ καθορισμένο είδος «ενεργειακής κοινότητας» αλλά να επιτρέψει να διαμορφωθούν διαφορετικά μοντέλα. Αυτό που πρέπει όμως να κάνει είναι να θέσει τους κανόνες, το γενικό πλαίσιο με ξεκάθαρους όρους: πότε χαρακτηρίζεται ένα σχήμα ως ενεργειακός συνεταιρισμός παραγωγής και διανομής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, πότε είναι ένα σχήμα συνεργασίας μεταξύ ενός ενεργειακού συνεταιρισμού και μιας επιχείρησης (δημοτικής ή ιδιωτικής), πότε πρόκειται για μια τοπική ενεργειακή επιχείρηση (ιδιωτική ή σύμπραξη ιδιωτικής επιχείρησης κι αυτοδιοίκησης) και πότε είναι μια καλυμμένη (ή όχι) συνεργασία μεταξύ μιας μεγάλης επιχείρησης και μια μικρής ομάδας πολιτών σε τοπικό επίπεδο για προφανείς λόγους. Είναι σαφές ότι κάθε σχήμα έχει σε σημαντικό βαθμό διαφορετικό χαρακτήρα και επιδιώξεις.
Το μοντέλο της φράουλας για την ανάπτυξη των ενεργειακών συνεταιρισμών
Μελετώντας το πώς αναπτύχθηκαν οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί στις διάφορες χώρες, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένας πλούτος μοντέλων. Άλλοι δημιουργήθηκαν πριν από 100 χρόνια, άλλοι είναι νεοσύστατοι. Άλλοι είναι μικροί και τοπικοί, άλλοι έχουν χιλιάδες μέλη κι αναπτύσσονται σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες αλλά δεν περιορίζονται σε ένα τόπο. Άλλοι είναι πολύ παραδοσιακοί, άλλοι έχουν αναπτύξει σημαντική τεχνολογική και κοινωνική καινοτομία κι εργαλεία συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων.
Παρά το γεγονός ότι έχουμε δύο ενεργειακούς συνεταιρισμούς που προσπαθούν να σταθούν τοπικά (Σίφνος, Καρδίτσα), είναι πιθανόν ότι η πραγματική ανάπτυξη των ενεργειακών συνεταιρισμών στην Ελλάδα απαιτεί ένα μοντέλο πιο κοντά στο Ισπανικό και το Βέλγικο. Εκεί έχουμε την δημιουργία σημαντικών συνεταιρισμών με χιλιάδες μέλη που ξεκίνησαν, όπως όλοι, από μια πολύ μικρή τοπική ομάδα. Όμως, επέλεξαν να αναπτυχθούν σε εθνικό ή ευρύ περιφερειακό (και όχι στενά τοπικό) επίπεδο ώστε να έχουν τα απαραίτητα εφόδια (τεχνογνωσία και οικονομικούς πόρους). Προχώρησαν σε επενδύσεις στην συνέχεια που προφανώς είναι σε τοπικό επίπεδο σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά δεν αφορούν μόνο σε μια περιοχή. Συνειδητοποίησαν ότι η αυτονόμηση των τοπικών σχημάτων έρχεται εφόσον κι όταν τα τοπικά σχήματα έχουν ριζώσει πλέον κι έχουν αποκτήσει τις προϋποθέσεις, με την βοήθεια του μητρικού ενεργειακού συνεταιρισμού, για να λειτουργήσουν με βιώσιμο τρόπο τοπικά. Είναι ένα «μοντέλο της φράουλας». Από το αρχικό φυτό, ξεκινάνε πολλά φυτά αλλά ριζώνουν και αποκτούν δική τους υπόσταση όταν πλέον είναι ώριμα κι αντέχουν. Υπάρχουν βέβαια κι άλλα σχήματα που έχουν από την αρχή ένα διαφορετικό τρόπο ανάπτυξης, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, αλλά πάντα με υποστηρικτικούς μηχανισμούς που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι, όχι το κράτος, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη Γερμανία.
Η μελέτη της ελληνικής πραγματικότητας δείχνει ότι θα ήταν τεράστιο λάθος να απαγορευτεί το «μοντέλο της φράουλας» νομοθετικά, όπως στην πραγματικότητα κάνει το σχέδιο που έχει δημοσιευθεί. Θα έπρεπε ο νομοθέτης να αφήσει «όλα τα λουλούδια να ανθίσουν» και η ζωή θα επιλέξει το μείγμα που θα κυριαρχήσει στις μορφές ενεργειακών συνεταιρισμών: μικρότεροι και μεγαλύτεροι, τοπικοί ή με ρίζες σε περισσότερες περιοχές.
Επίσης, γιατί να απαγορευθεί να συμμετέχουν ουσιαστικά στους ενεργειακούς συνεταιρισμούς κι άνθρωποι που δεν έχουν ιδιοκτησία σε ένα τόπο; Με ποια λογική, άνθρωποι που υποφέρουν από ενεργειακή φτώχεια και δεν έχουν ιδιόκτητη κατοικία, να μπορούν μόνο κατ’ εξαίρεση να γίνουν μέλη σε έναν ενεργειακό συνεταιρισμό (που οργανώνει συλλογικά εργασίες ενεργειακής αναβάθμισης ή επενδύσει συλλογικά στις ΑΠΕ); Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζουμε καλά πως η από κοινού δράση (από κοινού προμήθεια υλικών για ενεργειακή αναβάθμιση μέχρι δημιουργία ενεργειακών συνεταιρισμών) είναι κατ’ εξοχήν εργαλείο περιορισμού της ενεργειακής φτώχειας.
Γιατί ένας ενεργειακός συνεταιρισμός που έχει τεχνογνωσία ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων να μην μπορεί να κάνει εργασίες «εκτός νομού»;
Γιατί οι πολίτες να μπουν σε τέτοια σχήματα με «σύνορα» στον νομό της έδρας της «επιχείρησης» όταν κάθε άλλη επιχείρηση μπορεί να δουλέψει όπου εκείνη επιθυμεί;
Μα θα πει κάποιος, τέτοιες προϋποθέσεις πρέπει να μπουν για να ενισχύονται από το κράτος αυτές οι επιχειρήσεις και να μην γίνει το έλα να δεις. Και προκύπτει το ερώτημα, θέλουμε κρατικοδίαιτες ενεργειακές επιχειρήσεις ή το μοντέλο των ενεργειακών συνεταιρισμών είναι ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο όπου οι επενδυτές είναι οι πολλοί που βάζουν από λίγα, αναπτύσσονται μοντέλα διαφάνειας και ελέγχου από τον ίδιο τον συνεταιρισμό ώστε να αποτρέπονται οι αστοχίες, ενισχύεται η λογοδοσία αλλά και η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη και την υλοποίηση των αποφάσεων και δεν αναλαμβάνει από μόνο του το ΔΣ να κάνει τις μεγάλες και σημαντικές επιλογές;
Πρόσφατα σχόλια