#14 Green Deal Βιώσιμος Σχεδιασμός Συστημάτων Τηλεθέρμανσης στις Λιγνιτικές Περιοχές Δυτικής Μακεδονίας

By | Δράσεις | No Comments

Τα στοιχεία από μελέτη που εκπονήθηκε από την LDK για λογαριασμό του WWF Ελλάς σχετικά με την δυνατότητα ανάπτυξης βιώσιμων συστημάτων τηλεθέρμανσης στις λιγνικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας οδηγούν στην εκτίμηση, ότι αναφορικά με την τηλεθέρμανση, η επιλογή λύσεων με αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ στο πλαίσιο μιας γενικότερης στρατηγικής απανθρακοποίησης του ενεργειακού μείγματος είναι μια εκδοχή που πρέπει σοβαρά να εξετασθεί, παραμετροποιηθεί και δρομολογηθεί ως η πλέον συμβατή με την συγκεκριμένη στρατηγική.

Ο Άνεμος Ανανέωσης και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας έχουν ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο με ερευνητές, εκπροσώπους επαγγελματικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών φορέων καθώς και ειδικούς για την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) και τι θα σήμαινε αυτή για την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε τέσσερις θεματικούς τομείς:

  • Κλίμα και ενέργεια
  • Αγρο-διατροφικός τομέας
  • Κατοικία, πόλη, μετακινήσεις
  • Πράσινη χρηματοδότηση

και σε τέσσερις οριζόντιες πολιτικές:

  • κοινωνική συνοχή, κοινωνική πολιτική, κοινωνικός πυλώνας
  • εκπαίδευση, νεολαία, απασχόληση
  • διάσταση φύλου, κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις
  • κοινωνική επιχειρηματικότητα, κοινωνική κι αλληλέγγυα οικονομία

Στόχος είναι να διαμορφωθεί μέσα από μια συστηματική διαβούλευση μια πρόταση για ένα Green Deal που δεν θα αφήνει κανένα/καμία πίσω αλλά και θα συμβάλλει στην δημιουργία ένα νέου παραγωγικού – καταναλωτικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε την δημοσίευση μιας σειράς άρθρων στα θέματα αυτά και θα ακολουθήσουν εργαστήρια και στρογγυλά τραπέζια. 

Δημοσιεύουμε το δέκατο τέταρτο (14) άρθρο στη σειρά αυτή, των Θανάση Βολίκα, Φυσικού ΕΚΠΑ, MSc Ενεργειακά Συστήματα και Σάββα Λουιζίδη, Υπεύθυνου Τμήματος Ενέργειας LDK Consultants, που αναλύουν τα διάφορα σενάρια που εξετάστηκαν, τις υποθέσεις που έκαναν, τις συστάσεις και τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξαν.

Βιώσιμος Σχεδιασμός Συστημάτων Τηλεθέρμανσης στις Λιγνιτικές Περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας

                                                                                                                          

Σάββας Λουιζίδης                                                                                 Θανάσης Βολίκας

Υπεύθυνος Τμήματος Ενέργειας LDK Consultants           Φυσικός ΕΚΠΑ, MSc Ενεργειακά Συστήματα                         

Περιβάλλον εφαρμογής

Ο μετασχηματισμός του ενεργειακού μίγματος ο οποίος είναι ιδιαίτερα έντονος κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών και χαρακτηρίζεται από το αυξανόμενο μερίδιο συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) σηματοδότησε τη μετάβαση προς ένα νέο, πιο βιώσιμο μοντέλο παραγωγής ενέργειας και εξακολουθεί να τροφοδοτεί την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ολοένα και πιο σύγχρονου και εύρωστου κανονιστικού πλαισίου, ικανού να υποστηρίξει τη νέα ελεύθερη αγορά ενέργειας. Η μεγάλης κλίμακας διείσδυση των ΑΠΕ, συνέτεινε στη δημιουργία νέων επιχειρηματικών μοντέλων και αγορών και δημιούργησε νέες προκλήσεις που απαιτούν διατομεακές και καινοτόμες προσεγγίσεις, μέσω της συνεργασίας παραγόντων από διαφορετικές πλευρές συνδυάζοντας θέματα που άπτονται της πολιτικής, των οικονομικών και της μηχανικής. Ειδικά στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η μετάβαση σε ρυθμιστικό επίπεδο βρίσκεται συνεχώς σε μια διαδικασία (ανα)προσαρμογής, καθοδηγούμενη από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις νέες συνθήκες που αυτές επιβάλλουν. 

Ο ρόλος της ελεύθερης αγοράς ενέργειας είναι παράλληλα καταλυτικός και για τη δίκαιη ενεργειακή μετάβαση, η οποία έχει πλέον αποκτήσει σαφή προτεραιότητα ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου καθοδηγείται μέσω του πρωτοπόρου ενωσιακού πλαισίου της Πράσινης Συμφωνίας, υποστηρίζεται ποικιλοτρόπως από μηχανισμούς χρηματοδότησης και δρομολογείται από σύντομες διαδικασίες αδειοδότησης. Αυτή η ώθηση ευνοεί την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών και επιχειρηματικών μοντέλων. Η Πράσινη Συμφωνία, με τους φιλόδοξους στόχους αλλά και με τους αυστηρούς χρονικούς περιορισμούς που θέτει ανοίγει το δρόμο προς μία ταχεία μετάβαση η οποία όμως μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω συντονισμένης δράσης και συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων.

Η απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί πολυδιάστατο, αναλυτικό και ολοκληρωμένο σχεδιασμό καθώς αφορά ζητήματα ρυθμιστικά, κοινωνικά, οικονομικά και τεχνικά παράλληλα. Οι θερμοηλεκτρικές μονάδες άνθρακα (λιγνίτη) αλλά και φυσικού αερίου που στοχοποιούνται ως ζημιογόνες για το περιβάλλον και φαινομενικά αποτελούν τροχοπέδη για τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι μονάδες βασικού φορτίου, ιδιαίτερα σημαντικές για την ευστάθεια και αξιοπιστία του συστήματος και η συμμετοχή τους δεν μπορεί να περιορισθεί χωρίς την απαραίτητη υλοποίηση συγκεκριμένων υποδομών (τα οποία να περιλαμβάνουν ΑΠΕ, συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, υδρογόνου, κλπ). 

Η πρακτική ιστορικά ήταν οι συμβατικές θερμικές μονάδες άνθρακα/λιγνίτη να εγκαθίστανται κατά κανόνα κοντά στις περιοχές εξόρυξης άνθρακα και σε περιπτώσεις όπου αυτές γειτνιάζουν με κοινότητες, τα συστήματα ηλεκτροπαραγωγής να σχεδιάζονται έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται την περίσσεια θερμότητας που παράγεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για να θερμαίνουν νερό (Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας «ΣΗΘ»), το οποίο μέσω των δικτύων τηλεθέρμανσης μεταφέρεται στα συστήματα θέρμανσης των κατοικιών της περιοχής, πρακτική βέλτιστη μεν όσον αφορά την εξοικονόμηση ενέργειας εμπεριέχοντας δε δίκτυα τηλεθέρμανσης μεγάλης κλίμακας τα οποία απαιτούν υψηλό κόστος κεφαλαίου, ενώ τα οικονομικά μοντέλα αυτών των επενδύσεων έχουν σχεδιαστεί για κύκλους ζωής που ξεπερνούν τις τρεις ή περισσότερες δεκαετίες. 

Στο πλαίσιο αυτό ο επικείμενος παροπλισμός των λιγνιτικών μονάδων – συμπεριλαμβανομένων και μεγάλων μονάδων ΣΗΘ από λιγνίτη – της ΔΕΗ θα πρέπει να δρομολογηθεί με τρόπο που να επιτρέπει την έγκαιρη αντικατάσταση της συμβατικής θερμικής ισχύος με βιώσιμες και ευέλικτες λύσεις διασφαλίζοντας τη συνέχεια του συστήματος τηλεθέρμανσης με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον αλλά και με γνώμονα το συμφέρον των τοπικών κοινοτήτων.

Τηλεθέρμανση και πράσινες εναλλακτικές λύσεις 

Με σκοπό τη διερεύνηση βέλτιστης και οικονομικά βιώσιμης λύσης «πράσινης στροφής» στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης σε ότι αφορά την τηλεθέρμανση, η LDK Consultants, για λογαριασμό της WWF Hellas υλοποίησε σχετική μελέτη με σκοπό την πρόταση ενός οικονομικά βέλτιστου εναλλακτικού σεναρίου βιώσιμων συστημάτων τηλεθέρμανσης στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, βασιζόμενων μεσοπρόθεσμα – αποκλειστικά σε ΑΠΕ και άρα εναλλακτικά των προτεινόμενων συμβατικών προτάσεων του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης για τις λιγνιτικές περιοχές. Τα επιμέρους βήματα της μελέτης που διενεργήθηκε εμπεριείχαν:

  1. Διερεύνηση δυναμικού επί μέρους πράσινων εναλλακτικών λύσεων τηλεθέρμανσης στις λιγνιτικές περιοχές της Δ. Μακεδονίας (Κοζάνη, Πτολεμαΐδα και Αμύνταιο) και συγκεκριμένα: βιομάζα, βιοαέριο, γεωθερμία χαμηλής ενθαλπίας, ηλιακή θερμική ενέργεια σε συνδυασμό με αντλίες θερμότητας και αποθήκευσης θερμικής ενέργειας (PTES).
  2. Πρόταση εναλλακτικών επενδυτικών σεναρίων με επίκεντρο τις παραπάνω διαθέσιμες βιώσιμες τεχνολογίες, που να καλύπτουν τα προβλεπόμενα θερμικά φορτία. 
  3. Πολυκριτηριακή ανάλυση με βάση κοινωνικοοικονομικά και τεχνοοικονομικά κριτήρια μέσω εισαγωγής παραγόντων στάθμισης και επιλογή του βέλτιστου μίγματος των εναλλακτικών λύσεων
  4. Ανάπτυξη βιώσιμου χάρτη πορείας για την σταδιακή ανθρακοποίηση του μίγματος ενέργειας για τις εγκαταστάσεις τηλεθέρμανσης στη Δ. Μακεδονία
  5. Συστάσεις πολιτικής με σκοπό την κανονιστική υποστήριξη του βιώσιμου σεναρίου τηλεθέρμανσης

Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, η συνέχεια της λειτουργίας της τηλεθέρμανσης των λιγνιτικών περιοχών θα διασφαλισθεί με τη διασύνδεση Αμύνταιου, Πτολεμαΐδας και Κοζάνης, με ενιαίο δίκτυο αγωγών ζεστού νερού που θα επιτρέψει τη δημιουργία ενός θερμικού κόμβου, ο οποίος θα αποτελείται από:

  • Την τροποποιημένη μονάδα της Πτολεμαΐδας 5 ισχύος 140 MWth
  • Νέα μονάδα ΣΗΘΥΑ στην Καρδιά ισχύος 60 MWth
  • Ηλεκτρικό λέβητα ισχύος 80MWh

Τα παραπάνω (διασύνδεση συστημάτων περιοχής, συνολική εγκατεστημένη θερμική ισχύς 380 MWth και εκτιμώμενη παραγωγή θερμικής ενέργειας περί τις 500 GWhth ετησίως) αποτέλεσαν και το σενάριο βάσης στο πλαίσιο της μελέτης, σύμφωνα με το οποίο εκτιμήθηκαν οι ανάγκες για θερμική ισχύ και ανάλογα πραγματοποιήθηκε η διαστασιολόγηση των προτεινόμενων πράσινων εναλλακτικών λύσεων. Επιπλέον σε σχέση με το σενάριο βάσης, δεδομένου ότι η τροποποιημένη μονάδα της Πτολεμαΐδας 5 καθώς και η μονάδα ηλεκτρικού λέβητα είναι υπό κατασκευή αυτό το διάστημα, έγινε η παραδοχή πως η πρώτη θα συμμετέχει επικουρικά στο φορτίο βάσης, ενώ η δεύτερη θα τίθεται σε λειτουργία σε περιπτώσεις αιχμών ζήτησης θερμικού φορτίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι αθροιστικά στα συστήματα ΤΘ Κοζάνης, Πτολεμαΐδας και Αμύνταιου η εγκατεστημένη θερμική ισχύς σήμερα είναι περίπου 350 MWth. Εκτιμάται βέβαια ότι οι επενδύσεις σε παρεμβάσεις ενεργειακής εξοικονόμησης θα οδηγήσουν μεσοπρόθεσμα σε μείωση της συνολικής ζήτησης θερμικής ενέργειας, σε συνδυασμό και με το επιδοτούμενο πρόγραμμα «Εξοικονομώ», το οποίο θα παρέχει για τις λιγνιτικές περιοχές αυξημένη χρηματοδότηση, συγκριτικά με άλλες περιοχές.

Οι πιθανές «πράσινες» λύσεις εξετάστηκαν σε επίπεδο προμελέτης σκοπιμότητας ως προς την τεχνική τους εφικτότητα και οικονομική βιωσιμότητα. Για κάθε περίπτωση αναλύθηκαν οι περιορισμοί, τα εμπόδια, οι δυνατότητες και οι προοπτικές με σκοπό το βέλτιστο συνδυασμό τους. Πιο συγκεκριμένα,

  • Για τη βιομάζα και το βιοαέριο εντοπίζεται ως σημαντικό το πρόβλημα της περιορισμένης εφοδιαστικής αλυσίδας καύσιμης ύλης από αγροτική δραστηριότητα της ευρύτερης περιοχής, που περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις προοπτικές για άμεση αξιοποίηση του τεχνικά διαθέσιμου δυναμικού. Αντιθέτως όμως, η συγκεκριμένη λύση αποδεδειγμένα αποτελεί σημαντική δυνατότητα οικονομικής ανάκαμψης των τοπικών κοινοτήτων μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας σε πολλαπλές νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες και μοντέλα.
  • Για τις υπόλοιπες τεχνολογίες οι περιορισμοί αφορούν κυρίως σε θέματα χωροταξικά καθώς και η γεωθερμία αλλά και τα θερμικά ηλιακά συστήματα θα πρέπει να καταλαμβάνουν πολύ μεγάλη έκταση για την κάλυψη των απαιτούμενων αναγκών σε θερμική ενέργεια. Αξίζει να σημειωθεί πως ένα από τα μεγαλύτερα θερμικά ηλιακά συστήματα τηλεθέρμανσης της Ευρώπης βρίσκεται στο Σίλκεμποργκ της Δανίας, καταλαμβάνει 160,000 τμ και παράγει περί τις 80 GWth ετησίως. Για τις δύο αυτές τεχνολογίες κρίθηκε απαραίτητος ο συνδυασμός με αντλίες θερμότητας δεδομένου ότι απαιτείται ευελιξία κατά την παραγωγή, η οποία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί διαφορετικά.
  • Για την περίπτωση των ηλιακών συνεκτιμήθηκε επιπλέον και η ανάλογη δεξαμενή εποχιακής αποθήκευσης (PTES). Η σημαντική αύξηση των αναγκών του συστήματος τηλεθέρμανσης σε ηλεκτρική ενέργεια ως αποτέλεσμα της εισαγωγής αντλιών θερμότητας εικάζεται πως θα μπορούσε να παραμείνει περιβαλλοντικά μία πράσινη λύση, υπό την παραδοχή ότι θα εξυπηρετείται από συστήματα ΑΠΕ. 

Σύμφωνα με τη μελέτη, για ένα ρεαλιστικό σενάριο απανθρακοποίησης του συστήματος τηλεθέρμανσης, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει ο ρυθμός ωρίμανσης της εφοδιαστικής αλυσίδας βιομάζας κυρίως από αγροτική δραστηριότητα – δεδομένων των αποτελεσμάτων διάφορων μελετών σχετικά με το διαθέσιμο δυναμικό στην ευρύτερη περιοχή – καθώς η συγκεκριμένη λύση είναι ικανή να αποτελέσει τη βασική και πιο αξιόπιστη πηγή θερμικής ενέργειας, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου βάσης. 

Με βάση τα παραπάνω, κατά την πολυκριτηριακή ανάλυση που διενεργήθηκε με σκοπό την ανάδειξη του βέλτιστου σεναρίου-μίγματος των προαναφερθέντων τεχνολογιών ΑΠΕ, λήφθηκαν υπόψη οι παρακάτω παράγοντες (με διαφορετικά επίπεδα βαρύτητας/σημαντικότητας ο καθένας):

  • Σταθμισμένο Κόστος Ενέργειας (LCOE): Κρίσιμη παράμετρος για την αξιολόγηση των βιώσιμων σεναρίων όσον αφορά τα τελικά επιτρεπτά επίπεδα τιμολόγησης ενέργειας
  • Εσωτερικός Βαθμός Απόδοσης (IRR): Δείκτης για την αξιολόγηση της κερδοφορίας κάθε βιώσιμου σεναρίου 
  • Επίπεδο ευελιξίας: Τεχνική παράμετρος που χαρακτηρίζει το βαθμό ικανότητας κάθε μονάδας του προτεινόμενου βιώσιμου σεναρίου να ανταποκριθεί στις απότομες εναλλαγές της ζήτησης του συστήματος και η οποία καθορίζεται από το ρυθμό μεταβολής του επιπέδου παραγωγής ενέργειας
  • Ρίσκο Εφαρμογής: Δείκτης σχετικός με εγγενείς  κινδύνους των τεχνολογιών βιομάζας και γεωθερμίας. Η αύξηση της εξάρτησης του συστήματος τηλεθέρμανσης από τη βιομάζα, αυξάνει τα επίπεδα κινδύνου, λόγω της σημερινής πρώιμης κατάστασης της αλυσίδας εφοδιασμού γεωργικών καταλοίπων καθώς και των μη ρυθμιζόμενων τιμών τους. Ο κίνδυνος της γεωθερμίας χαμηλής ενθαλπίας, έγκειται στις δυσκολίες και τις πολυπλοκότητες όσον αφορά την τεχνική σκοπιμότητα. 
  • Δημιουργούμενες Θέσεις Εργασίας: Κρίσιμη παράμετρος κοινωνικοοικονομικής υφής. Κάθε σενάριο αξιολογείται περαιτέρω με βάση τις θέσεις εργασίας που δημιουργεί και πιο σημαντικά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα (κατά τη διάρκεια του σταδίου λειτουργίας).

Η πολυκριτηριακή ανάλυση διενεργήθηκε επί τη βάσει δύο εναλλακτικών σεναρίων σε σχέση με την ειδική βαρύτητα των δύο τελευταίων εκ των παραπάνω παραγόντων με διαφοροποιημένους συντελεστές στάθμισης κατά περίπτωση ήτοι:

  • το πρώτο αξιολογώντας ως σημαντικότερη παράμετρο τη μεγιστοποίηση των θέσεων εργασίας (Σενάριο 1) και
  • το δεύτερο τον περιορισμό του ρίσκου εφαρμογής (Σενάριο 2).

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η διαφορά των δύο σεναρίων προκύπτει μικρή. Το σενάριο 2, ελάχιστου ρίσκου, διασφαλίζει τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο, παρόλο που η συντελεστής στάθμισης της παραμέτρου αυτής είναι μικρότερος. 

Η επιλογή της βέλτιστης λύσης ανάμεσα στις προκριθείσες περιπτώσεις, έγινε με βάση την περιβαλλοντική απόδοση και πιο συγκεκριμένα με τις εκπομπές άνθρακα κύκλου ζωής κάθε σεναρίου. Το Βιώσιμο Σενάριο που προκρίνεται τελικά είναι αυτό του ελάχιστου ρίσκου εφαρμογής, το οποίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στη βιομάζα  με επικουρική συμμετοχή ηλιακών θερμικών και γεωθερμίας χαμηλής ενθαλπίας, κοστολογείται περί τα 120 εκατ. Ευρώ και αντιστοιχεί στο ακόλουθο μίγμα: 

  • Λέβητες Βιομάζας: 95MWth 
  • Γεωθερμία Χαμηλής Ενθαλπίας με Αντλίες Θερμότητας: 15MWth 
  • Ηλιακά Θερμικά με Αντλίες Θερμότητας και Εποχιακή Αποθήκευση (PTES): 150MWth

Ειδικότερα για την περίπτωση της βιομάζας κρίνεται σκόπιμη η σταδιακή ένταξή της στο σύστημα με βήματα των 30 MW ανά διετία/τριετία, παράλληλα με την ωρίμανση της εφοδιαστικής αλυσίδας με στόχο η τελική ισχύς (των 95 MW) να είναι διαθέσιμη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (2030).

Επιλογές χρηματοδότησης

Η διενεργηθείσα ανάλυση κατέδειξε ότι η οικονομική βιωσιμότητα των πράσινων εναλλακτικών επιλογών παρά το υψηλό κόστος κεφαλαίου είναι κοντά στα όρια της θετικότητας, πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τα συνολικά οφέλη λαμβάνοντας υπόψη τους κοινωνικό-οικονομικούς παράγοντες και ειδικά τις νέες θέσεις εργασίας – οι οποίες για την προταθείσα λύση εκτιμήθηκαν σε περίπου 4,000 (φάσεις κατασκευής και λειτουργίας)- είναι ιδιαίτερα σημαντικά. 

Σε κάθε περίπτωση συνιστάται η χρηματοδότηση με μορφή επιχορηγήσεων ή μέσω άλλων συστημάτων στήριξης για τη μείωση του ενδεχόμενου ρίσκου. Ένα σχετικό πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων που στοχεύει στην οικονομική υποστήριξη επενδύσεων σε συστήματα τηλεθέρμανσης που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εγκρίθηκε πρόσφατα σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις της ΕΕ στην Ρουμανία. Ο κύριος στόχος αυτού του σχεδίου των 150 εκατ. ευρώ θα είναι η υποστήριξη της κατασκευής ή αναβάθμισης συστημάτων τηλεθέρμανσης, σύμφωνα με τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας. Το επενδυτικό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, επιτρέπει στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν πρόσθετη ευελιξία όσον αφορά το μέγιστο ποσό στήριξης που μπορεί να χορηγηθεί για την παραγωγή τηλεθέρμανσης. Η προγραμματισμένη στήριξη θα λάβει τη μορφή άμεσων επιχορηγήσεων που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ που διαχειρίζεται η Ρουμανία. Κρίνεται σκόπιμη λοιπόν η διερεύνηση αξιοποίησης ανάλογων χρηματοδοτικών εργαλείων και στην περίπτωση των συστημάτων τηλεθέρμανσης στην Ελλάδα.

Μεταρρυθμίσεις – Συστάσεις

  • Άμεση προτεραιότητα σε πράσινες επενδύσεις τηλεθέρμανσης στις λιγνιτικές περιοχές ως μεσοπρόθεσμη επιλογή στο πλαίσιο της αναδιατύπωσης του ΣΔΑΜ 
  • Αναζήτηση μηχανισμών χρηματοδότησης για σχετικές πράσινες επενδύσεις τηλεθέρμανσης μέσω διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ ή άλλων πηγών 
  • Ανάπτυξη βιώσιμης πολιτικής χωροταξικού σχεδιασμού σχετικά με τις προτεινόμενες τεχνολογίες (με ενδεχόμενη πρόβλεψη εγκαταστάσεων εντός των εκτάσεων λιγνιτικών περιοχών στα πλαίσια της αποκατάστασης γαιών) αλλά και αναφορικά με την εφοδιαστική αλυσίδα βιομάζας 
  • Επανεξέταση και ενημέρωση των προτύπων για τις προτεινόμενες τεχνολογίες ΑΠΕ-ΤΘ για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των καλύτερων πρακτικών
  • Μεταρρυθμίσεις με σκοπό την ενίσχυση της παραγωγής και διάθεσης βιομάζας, ειδικότερα, ως προς:

Την παροχή κινήτρων για την ενθάρρυνση της αγροδασοκομίας μέσω της προώθησης οργανώσεων κοινωνικής οικονομίας (συνεταιρισμοί, KOINΣEΠ κ.λπ.) για την ταχεία ανάπτυξη της εφοδιαστικής αλυσίδας καυσίμων βιομάζας 

-Την ανάπτυξη πλαισίου για την τιμολόγηση των προϊόντων βιομάζας και την προστασία των προμηθευτών 

-Τη βιώσιμη διαχείριση των δασών και βιώσιμη χρήση βιομάζας από SRC.

Η πλήρης απολιγνιτοποίηση του συστήματος είναι πλέον ορατή καθώς επιταχύνεται γρηγορότερα ίσως από τις προβλέψεις. Το φυσικό αέριο προβλέπεται να έχει συμβολή ως μεταβατικό καύσιμο, όμως σε κάθε περίπτωση και αναφορικά με την τηλεθέρμανση, η επιλογή λύσεων με αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ στα πλαίσια μιας γενικότερης στρατηγικής απανθρακοποίησης του ενεργειακού μείγματος είναι μια εκδοχή που πρέπει σοβαρά να εξετασθεί, παραμετροποιηθεί και δρομολογηθεί ως η πλέον συμβατή με την συγκεκριμένη στρατηγική.

Photo by Moja Msanii on Unsplash

#13 Green Deal Η Παραγωγική Ανασυγκρότηση της χώρας, ο ρόλος της Γεωργίας και η προστασία του Πλανήτη

By | Δράσεις | No Comments

Στόχος της πολιτικής μας πρότασης πρέπει να είναι η συγκρότηση του αγρο-διατροφικού τομέα της χώρας με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επάρκεια στα βασικά διατροφικά είδη (επισιτιστική ασφάλεια), την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και τροφίμων με σεβασμό στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι συνεταιρισμοί αποτελούν βασικό πυλώνα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας σε όλους τους τομείς“.

Ο Άνεμος Ανανέωσης και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας έχουν ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο με ερευνητές, εκπροσώπους επαγγελματικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών φορέων καθώς και ειδικούς για την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) και τι θα σήμαινε αυτή για την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε τέσσερις θεματικούς τομείς:

  • Κλίμα και ενέργεια
  • Αγρο-διατροφικός τομέας
  • Κατοικία, πόλη, μετακινήσεις
  • Πράσινη χρηματοδότηση

και σε τέσσερις οριζόντιες πολιτικές:

  • κοινωνική συνοχή, κοινωνική πολιτική, κοινωνικός πυλώνας
  • εκπαίδευση, νεολαία, απασχόληση
  • διάσταση φύλου, κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις
  • κοινωνική επιχειρηματικότητα, κοινωνική κι αλληλέγγυα οικονομία

Στόχος είναι να διαμορφωθεί μέσα από μια συστηματική διαβούλευση μια πρόταση για ένα Green Deal που δεν θα αφήνει κανένα/καμία πίσω αλλά και θα συμβάλλει στην δημιουργία ένα νέου παραγωγικού – καταναλωτικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε την δημοσίευση μιας σειράς άρθρων στα θέματα αυτά και θα ακολουθήσουν εργαστήρια και στρογγυλά τραπέζια. 

Δημοσιεύουμε το δέκατο τρίτο (13) άρθρο στη σειρά αυτή, της Κατερίνας Μυλωνά – κτηνιάτρου και μέλους των ΦΙΛΩΝ της ΦΥΣΗΣ και του Δικτύου SEATTLE TO BRUSSELS – που αναφέρεται στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, το ρόλο της γεωργίας και την προστασία του Πλανήτη

της Καίτης Μυλωνά
Κτηνίατρου
Μέλους των ΦΙΛΩΝ της ΦΥΣΗΣ και

του Δικτύου SEATTLE TO BRUSSELS

mylonakaiti@gmail.com

Ο πλανήτης βρίσκεται σε πολλαπλή κρίση: υγειονομική, πολιτική, οικονομική, επισιτιστική και περιβαλλοντική με συνεπακόλουθο την αύξηση της πείνας, της φτώχειας, των ανισοτήτων και την απώλεια της βιοποικιλότητας.

Ο ρόλος της Γεωργίας και των αγροτών αναδεικνύεται σε καθοριστικό για τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας και τη διατήρηση της συνοχής στην ύπαιθρο. Το συγκριτικό μειονέκτημα της Ελλάδας – ο μικρός κλήρος, οι μικρές οικογενειακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις και η ορεινή και η νησιωτική διαμόρφωση – αναδεικνύεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα για την παραγωγή πολλών, ποιοτικών και διαφοροποιημένων αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, τα οποία – μαζί με την επισιτιστική επάρκεια των κατοίκων της χώρας – αποτελούν την ικανή και αναγκαία συνθήκη για να στηριχτεί η παραγωγική ανασυγκρότηση του αγρο-διατροφικού τομέα στην Ελλάδα.

Μέχρι τώρα, όλες οι έρευνες αφορούν στις επιπτώσεις της Γεωργίας στην κλιματική αλλαγή. Τώρα, βρίσκονται σε εξέλιξη μελέτες με θέμα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη Γεωργία.

Για να μπορέσει μια χώρα να ανταποκριθεί στις ανάγκες των κατοίκων/πολιτών της και να σταθεί σε διεθνές επίπεδο πρέπει πρωταρχικά να έχει ανεπτυγμένους και τους τρεις τομείς της οικονομίας, τον πρωτογενή, το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα. Η ελληνική οικονομία μετά τη μεταπολίτευση, τουλάχιστον, βασίστηκε στην κατανάλωση (τριτογενής τομέας) και όχι στον πρωτογενή τομέα, με αποτέλεσμα το ισοζύγιο της χώρας να γίνεται όλο και πιο αρνητικό, λόγω των όλο και πιο αυξημένων εισαγωγών πρώτων υλών και προϊόντων – τροφίμων και άλλων – του πρωτογενούς τομέα σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και κυρίως στον αγροτικό και κυρίως στην εισαγωγή ζωοκομικών προϊόντων. Κάποιες χρονιές έφθασε, μάλιστα, το συνάλλαγμα για την εισαγωγή ζωοκομικών προϊόντων να ξεπεράσει ή να προσεγγίσει το συνάλλαγμα για την εισαγωγή καυσίμων.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας συνδέεται με τον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της. Από την άλλη πλευρά, καθοριστικοί συντελεστές γι’ αυτήν είναι το ανθρώπινο δυναμικό και οι στόχοι που τίθενται.

Στην Ελλάδα ποτέ στα μεταπολεμικά χρόνια – για να μην πάμε πιο πίσω – δεν υπήρξε ένα σχέδιο παραγωγικής συγκρότησης, ώστε με βάση αυτό να σχεδιάζουμε και να προγραμματίζουμε. Η χώρα πορεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια με βάση το τυχαίο, το οποίο εξυπηρετούσε τους εκλογικούς σχεδιασμούς της εποχής και της συγκυρίας. Το ανθρώπινο δυναμικό παρέμεινε ανοργάνωτο ή στην καλύτερη περίπτωση άναρχα και ευκαιριακά οργανωμένο. Το συνεταιριστικό κίνημα οδηγήθηκε στην απαξίωσή του. Οι οικονομικοί πόροι διατέθηκαν αποσπασματικά και περιστασιακά και κυρίως με επιλογές κέντρων εκτός Ελλάδας. Εντός Ελλάδας το θέμα περιοριζόταν στο πόσα χρήματα θα «έμπαιναν» στη χώρα και όχι στο ποιους κλάδους θα ενισχύαμε και γιατί. Οι παραγωγικοί/πλουτοπαραγωγικοί πόροι και καταστάσεις (γη, νερό, κλίμα) διατέθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν χωρίς όρους βιωσιμότητας, και κατασπαταλιόνται.

Η πανδημία μας έχει διδάξει πολλά, αν μπορούμε βέβαια να λάβουμε τα μηνύματα και να τα αξιολογήσουμε, όπως πρέπει. Κάποιοι – αιθεροβάμονες – νοσταλγούν την προηγούμενη κατάσταση και περιμένουν να επιστρέψουμε σ’ αυτήν, όταν «τελειώσει» η πανδημία. Πρέπει να είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση και να τα κάνουμε όπως πριν, γιατί, επειδή τα κάναμε έτσι, φθάσαμε εδώ που είμαστε και ως προς την Υγεία και το ΕΣΥ και ως προς την κλιματική αλλαγή και ως προς την οργάνωση της παραγωγής, της κοινωνίας, της πολιτικής ζωής.

Η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου μέσω των Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου – διμερών τα τελευταία χρόνια – και η απουσία ουσιαστικής ρύθμισης των αγορών παγκοσμίως έχουν οδηγήσει τους αγρότες να πωλούν συχνά σε τιμές κάτω του κόστους και τις εκμεταλλεύσεις τους σε μια μη βιώσιμη –  οικονομικά – κατάσταση, ενώ οι καταναλωτές αγοράζουν την τροφή τους όλο και ακριβότερα (αθέμιτες εμπορικές πρακτικές).

Οι Διατλαντικές Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου (TTIP, CETATiSA και οι διμερείς, στις οποίες μετεξελίχθηκαν) έρχονται να ελέγξουν, όχι μόνο την παραγωγή και την εμπορία των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων, αλλά και τους όρους και τις συνθήκες που αυτά παράγονται και τους όρους διαπραγμάτευσης των δικαιωμάτων των πολιτών και των ίδιων των κρατών να επιλέγουν πώς και τι θα παράγουν, τι θα καταναλώνουν = ουσιαστικά το δικαίωμά μας στην κυριαρχία/επιλογή στης τροφής.

Πράσινη Συμφωνία για την Ευρώπη

Στις 27 Μαΐου 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε την πρότασή της  «Από το αγρόκτημα στο πιάτο – Μια στρατηγική για ένα δίκαιο, υγιές και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα τροφίμων»,  και την πρόταση για τη Διατήρηση της Βιοποικιλότητας, ενταγμένη στη Νέα Πράσινη Συμφωνία για την Ευρώπη. Σίγουρα, πρόκειται για μια πολύ φιλόδοξη πρόταση.

Οι μεγάλες αγροτικές ενώσεις στην Ευρώπη την αμφισβητούν και αντιτίθενται σ’ αυτήν την πολιτική πρόταση της  Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο λόγος είναι προφανής: οι μειωμένες αποδόσεις – άρα και τα κέρδη – λόγω της μειωμένης χρήσης λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, κτηνιατρικών φαρμάκων και της συμμόρφωσης προς την ηθολογία των ζώων.

Πρέπει να είναι σαφές, ότι η δυναμική της οποιασδήποτε πρότασης για την αγροτική παραγωγή υπερβαίνει τα ενδιαφέροντα μιας ομάδας πολιτών (των αγροτών). Αφορά σε ολόκληρη την κοινωνία και συνεπώς έχει ή μπορεί να αποκτήσει πολιτική αξία. Σε μια εποχή έλλειψης τροφίμων εξακολουθεί να προβάλλεται το επιχείρημα ότι μόνο η αυξημένη παραγωγή μπορεί να λύσει το πρόβλημα της πείνας, και ότι μόνο οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις μπορούν να παράγουν περισσότερες τροφές για να θρέψουν τον ολοένα αυξανόμενο πληθυσμό της γης. Και το επιχείρημα αυτό συνεχίζει να επαναλαμβάνεται χρόνια μετά την διαπίστωση από τις λεπτομερείς σχετικές έρευνες, ότι το παγκόσμιο πρόβλημα της πείνας δεν είναι τεχνολογικό, αλλά κοινωνικό και πολιτικό.

Στόχος της πολιτικής μας πρότασης πρέπει να είναι η συγκρότηση του αγρο-διατροφικού τομέα της χώρας με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επάρκεια στα βασικά διατροφικά είδη (επισιτιστική ασφάλεια), την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και τροφίμων με σεβασμό στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι συνεταιρισμοί αποτελούν βασικό πυλώνα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας σε όλους τους τομείς.

Η κατεύθυνση της ΚΑΠ

Η κατεύθυνση της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) είναι προς μια ανταγωνιστική γεωργία της μεγέθυνσης, που σημαίνει, ότι στόχος δεν είναι η ικανοποίηση του δικαιώματος της επισιτιστικής ασφάλειας (της τροφής δηλαδή), αλλά οι εξαγωγές κι αυτό θεωρούμε ότι είναι λάθος. 

Ο τρόπος παραγωγής, δηλαδή η επιλογή μεταξύ των συμβατικών αγρο-συστημάτων ή της ολοκληρωμένης διαχείρισης (με ελεγχόμενη χρήση επιβαρυντικών εισροών) ή τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία (με απαγόρευση χρήσης επιβαρυντικών εισροών) αποτελεί ουσιαστικά το πρότυπο ζωής που επιλέγουμε, την ποιότητα της τροφής μας και το περιβάλλον στον πλανήτη που επιλέγουμε να ζούμε και αυτό είναι η ολοκληρωμένη διαχείριση και η βιολογική γεωργία.

Σχετικά με την ενίσχυση και τη στήριξη του αγροτικού τομέα και των προϊόντων του, προτείνουμε ένα νέο μοντέλο γεωργικών ενισχύσεων το οποίο θα καθορίζεται με βάση τα αγρο-οικολογικά πρότυπα, κι αυτό σημαίνει όχι στη μεγέθυνση, όχι στην εντατικοποίηση, ναι στην ποιοτική Γεωργία, ναι στην προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος. 

Η πρότασή μας αναφέρεται σε μια ΚΑΠ που θα συμβάλλει στην επισιτιστική ασφάλεια των πολιτών της ΕΕ (αλλά και όλων των κατοίκων του πλανήτη στο μέτρο που της αναλογεί), στην προστασία της δημόσια υγείας και του περιβάλλοντος. 

  • Μια ΚΑΠ που δεν θα ακυρώνει την πολιτική «από το αγρόκτημα στο πιάτο» και την πολιτική «για τη μείωση της απώλειας της βιοποικιλότητας», επιτρέποντας και πολλές φορές  πριμοδοτώντας τη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων που κάθε άλλο παρά προάγουν τη βιοποικιλότητα και την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος. 
  • Μια ΚΑΠ που σωστά νομοθετεί ενάντια στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές,  χωρίς όμως να συνάπτει διμερείς πλέον εμπορικές συμφωνίες τύπου Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου που  στραγγαλίζουν τη διακίνηση των προϊόντων μικρών παραγωγών απαγορεύοντάς τους ουσιαστικά να παράγουν, ενώ οι διασφαλίσεις για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον θα θεωρούνται εμπόδια για το ελεύθερο εμπόριο. 
  • Μια ΚΑΠ που θα προωθεί τις σύντομες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων, που έτσι θα προστατεύει επιπλέον το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, χωρίς να επιδοτεί το εμπόριο σε τρομερά μακρινές αποστάσεις.

Καταναλωτικό μοντέλο

Οι πολυεθνικές εταιρείες πασχίζουν για υψηλότερη παραγωγή και υψηλότερες αποδόσεις με σκοπό το υψηλότερο κέρδος, Στην αρχή, αυτό γινόταν. Τώρα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει και υπάρχουν ήδη τα πρώτα δείγματα για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής τα τελευταία χρόνια. 

Το καταναλωτικό μοντέλο προκύπτει από την επιλογή που έχουν κάνει οι πολυεθνικές εταιρείες, οι Αγορές δηλαδή, για μας και τις ανάγκες μας. Κατευθύνουν, έτσι, τα πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργώντας τεχνητή ζήτηση, ώστε να παράγεται ό, τι θέλουν, αδιαφορώντας για την υγεία των πολιτών ή για το περιβάλλον. Αποτέλεσμα είναι οι «νόσοι του πολιτισμού», όπως τις λέγαμε παλαιότερα, οι πανδημίες τώρα και βέβαια η διαταραχή των οικοσυστημάτων και η κλιματική αλλαγή. 

Θεωρούμε, ότι πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η διατροφική ανεξαρτησία, δηλαδή η κυριαρχία της τροφής, δηλαδή η πρόσβαση όλων των ανθρώπων πάνω στη γη σε επαρκή, ποιοτική και υγιεινή τροφή. Αυτό ισχύει για τη χώρα μας, αλλά και για όλον τον κόσμο, με δεδομένα αφενός την ουσιαστική κατάργηση των συνόρων, αφετέρου την αίσθηση οικουμενικότητας που διακρίνει ζητήματα όπως η τροφή.

Ενιαία Υγεία (Ζώα – Άνθρωπο ς -Περιβάλλον)

Με αφορμή την πανδημία COVID-19, γίνεται μια προσπάθεια να διερευνηθεί η αιτία μετάδοσης και επέκτασης σε όλο τον κόσμο του ιού SARS-CoV-2.

Οι σχετικές μελέτες και έρευνες συγκλίνουν και στις αιτίες και τις αφορμές που προκαλούν τις πανδημίες και στις συνέπειες που προκαλούν στην υγεία και την κοινωνικότητα των ανθρώπων, στην οικονομία και στο περιβάλλον.

Οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι δύο σημαντικότεροι παράγοντες που ευνόησαν την εμφάνιση της COVID, του Ebola, του SARS και του HIV, των τεσσάρων μεγάλων νεο-εμφανισθεισών ασθενειών των τελευταίων 50 ετών είναι η καταστροφή των τροπικών δασών και το εμπόριο προϊόντων της άγριας φύσης. 

Μπορεί οι αιτίες να είναι διαφορετικοί ιοί, που υπάρχουν στην άγρια φύση, αλλά όπως και όλοι οι μολυσματικοί παράγοντες (μικρόβια, ιοί, παράσιτα κλπ) πολλαπλασιάζονται και προκαλούν ασθένειες, μόνο όταν δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον γι’ αυτούς.

Δύο άλλοι σημαντικοί παράγοντες που συμβάλλουν καθοριστικά είναι ο τρόπος παραγωγής και διακίνησης των αγρο-διατροφικών προϊόντων, καθώς και οι ολοένα και πιο έντονες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων, ζώων και φυσικού κόσμου.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι, πώς μπορεί να διορθωθεί αυτό, τι μπορούμε να κάνουμε; 

Μήπως πρέπει να αλλάξουμε κάποια πράγματα στον τρόπο που παράγουμε, στον τρόπο που καταναλώνουμε, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, αντιμετωπίζουμε και χρησιμοποιούμε τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του πλανήτη;

Μήπως πρέπει να δούμε τα πράγματα ως ένα σύνολο και όχι το καθένα μόνο του;

Φωτο: Άνεμος Ανανέωσης / Νίκος Χρυσόγελος 

#12 Green Deal Πόσο πράσινο είναι το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας;

By | Δράσεις | One Comment

Πόσο “πράσινο” είναι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) που παρουσίασε πρόσφατα η Ελληνική κυβέρνηση; Υπάρχουν ασάφειες και ελλείματα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο μεταξύ του σχεδίου στις γενικές κατευθύνσεις τους και στην εξειδίκευση σε έργα και προγράμματα; Ποιους τομείς αφήνει απέξω και ποιες επιλογές δεν γίνονται ώστε να στραφούμε σε μια κλιματική ουδέτερη και δίκαιη οικονομία;

Ο Άνεμος Ανανέωσης και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας έχουν ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο με ερευνητές, εκπροσώπους επαγγελματικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών φορέων καθώς και ειδικούς για την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) και τι θα σήμαινε αυτή για την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε τέσσερις θεματικούς τομείς:

  • Κλίμα και ενέργεια
  • Αγρο-διατροφικός τομέας
  • Κατοικία, πόλη, μετακινήσεις
  • Πράσινη χρηματοδότηση

και σε τέσσερις οριζόντιες πολιτικές:

  • κοινωνική συνοχή, κοινωνική πολιτική, κοινωνικός πυλώνας
  • εκπαίδευση, νεολαία, απασχόληση
  • διάσταση φύλου, κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις
  • κοινωνική επιχειρηματικότητα, κοινωνική κι αλληλέγγυα οικονομία

Στόχος είναι να διαμορφωθεί μέσα από μια συστηματική διαβούλευση μια πρόταση για ένα Green Deal που δεν θα αφήνει κανένα/καμία πίσω αλλά και θα συμβάλλει στην δημιουργία ένα νέου παραγωγικού – καταναλωτικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινήσαμε την δημοσίευση μιας σειράς άρθρων στα θέματα αυτά και θα ακολουθήσουν εργαστήρια και στρογγυλά τραπέζια. 

Δημοσιεύουμε το δωδέκατο (12) άρθρο στη σειρά αυτή, της Μαργαρίτας Καραβασίλη – Αρχιτέκτων d.p.l.g. Πολεοδόμος – Χωροτάκτης Msc, τ. Ειδική Γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο ΥΠΕΚΑπου αξιολογεί την εξειδίκευση σε προγράμματα και έργα των γενικών ευρωπαϊκών κατευθύνσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο κατά πόσο είναι πράσινο πραγματικά και οι επενδύσεις έχουν συνεκτικότητα και επιτυγχάνουν τους στόχους που τίθενται για δίκαιη, πράσινη μετάβαση. 

της Μαργαρίτας Καραβασίλη
Αρχιτέκτων d.p.l.g. Πολεοδόμος – Χωροτάκτης Msc
τ. Ειδική Γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας στο ΥΠΕΚΑ

Στον πυρήνα μιας πρωτοφανούς προσπάθειας ανάκαμψης της ΕΕ βρίσκεται ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ένας Μηχανισμός των 672,5 δισ. € στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης της ΕΕ από τον COVID-19, (Σχέδιο «Next Generation EU»), των 750 δισ. € συνολικά, αποτελεί ιστορικό βήμα προόδου για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς δίνει συνέχεια και προοπτική στους φιλόδοξους στόχους της «Πράσινης Συμφωνίας» επιχειρώντας να πυροδοτήσει μια εκ βάθρων πράσινη, υγιή και δίκαιη ανάκαμψη για την Ευρώπη.

Χάρη στον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, ενώ παράλληλα οι οικονομίες τους θα μπορέσουν να προχωρήσουν στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και να γίνουν πιο βιώσιμες και ανθεκτικές.

Στο πλαίσιο αυτό ζητήθηκε από όλες τις χώρες της ΕΕ να καταρτίσουν την δική τους Εθνική δέσμη προγραμμάτων, μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, προκειμένου να λάβουν στήριξη και χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό, με εστίαση σε έξι βασικούς τομείς πολιτικής:

  • (α) πράσινη μετάβαση,
  • (β) ψηφιακό μετασχηματισμό,
    (γ) έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και απασχόληση,
  • (δ) κοινωνική και εδαφική συνοχή,
  • (ε) υγεία και ανθεκτικότητα και
  • (στ) πολιτικές για την επόμενη γενιά, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων

Έχοντας ως με μπούσουλα και Χάρτη Πορείας την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το σχέδιο της Επιτροπής ανέπτυξε μια στρατηγική ανάκαμψης η οποία επιχειρεί να ενισχύσει τους κλιματικούς στόχους που αφορούν στη μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια κλιματικά ουδέτερη περιοχή ως το 2050 ώστε να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στη δράση για το κλίμα και το περιβάλλον, δημιουργώντας έτσι και εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, βελτιώνοντας την υγεία και προστατεύοντας την ποιότητα ζωής.

Η νέα αυτή αναπτυξιακή στρατηγική φιλοδοξεί ταυτόχρονα να καταστήσει την οικονομία της ΕΕ σύγχρονη, αποδοτική, ως προς τη χρήση των πόρων και ανταγωνιστική, όπου η οικονομική ανάπτυξη θα είναι αποσυνδεδεμένη από τη χρήση των πόρων και όπου κανένας άνθρωπος και καμιά περιφέρεια δεν θα μένει στο περιθώριο, υλοποιώντας έτσι τους βασικούς στόχους της στρατηγικής αειφόρου ανάπτυξης αλλά και τις αρχές της κυκλικής οικονομίας.

Και όλα αυτά ως προς τις προθέσεις, τους στόχους και τον κεντρικό κορμό. Γιατί όσον αφορά στην ουσία του πράγματος φαίνεται ότι έχουν παραμείνει αρκετά κενά και υπάρχουν ανησυχίες, που πυροδοτούν ακόμη τη ανοικτή άλλωστε συζήτηση, σε επίπεδο ΕΕ, μια συζήτηση που είναι ακόμη ζωηρή και περιστρέφεται γύρω από τον χαρακτήρα των επενδύσεων και τα κριτήρια επιλογής αυτών, προκειμένου να είναι οι κατάλληλες, αυτές που μπορούν να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τις προκλήσεις και να δώσουν άμεσα τις πρέπουσες απαντήσεις που θα υπηρετήσουν την επίτευξη της βιωσιμότητας της οικονομίας της ΕΕ. Επενδύσεις οι οποίες θα καταστήσουν την οικονομία της ΕΕ μια καθαρή, κυκλική οικονομία, θα αποκαθιστούν τη βιοποικιλότητα και θα μειώνουν τη ρύπανση, μετατρέποντας τις κλιματικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις σε ευκαιρίες σε όλους τους τομείς πολιτικής, με προτεραιότητα την αποδοτική χρήση των πόρων και την ουσιαστική Δίκαιη Μετάβαση για όλους και χωρίς αποκλεισμούς.

Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και εν γένει η κοινωνία των πολιτών της Ευρώπης, που καταρχήν συμφωνούν ότι οι προτάσεις της Επιτροπής αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, έχουν αντιληφθεί ότι οι προτεινόμενες επενδυτικές δράσεις είναι, σε μεγάλο βαθμό, ατελείς, αφήνοντας πίσω κρίσιμα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, το τεράστιο πρόβλημα της τοξικής ρύπανσης, που αποτελεί την μείζονα απειλή για την υγεία, την συνεχιζόμενη καταστροφή των οικοτόπων και την απώλεια βιοποικιλότητας (που έχουν χαρακτηριστεί ευρέως ως οι κύριες αιτίες νέων ασθενειών), κλπ. Επιπλέον, παρατηρείται έλλειψη λεπτομερειών και κυρίως σαφήνειας σχετικά με το τι σημαίνει πραγματικά πράσινες επενδύσεις. Και για να δώσουμε ένα παράδειγμα: Ενώ οι υψηλές δαπάνες που διατίθενται για την κοινή και ηλεκτρική κινητικότητα πηγαίνουν προς την ορθή κατεύθυνση, το σχέδιο αφήνει την πόρτα ορθάνοιχτη για την εισαγωγή ρυπογόνων κινητήρων, ακόμη και αεροπλάνων, που εντάσσονται στον Μηχανισμό και έτσι λαμβάνουν χρηματοδότηση και άλλα κίνητρα.

Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τις Ευρωπαϊκές Χώρες, όπως παρουσιάστηκε, παραμένει ασαφές και κυρίως ατελές και ελλειμματικό ως προς τις «πράσινες» δράσεις και συμπεριφορές, αλλά και ως προς τους στόχους των δαπανών, κύρια αυτών που αναφέρονται στο κλίμα, αφού αφενός δεν έχουν αποσαφηνιστεί στοιχειώδεις ορισμοί, αφετέρου υπάρχουν στρεβλώσεις, όπως για το τι συνιστά κλιματικές δαπάνες ή βιώσιμα οχήματα κλπ.

Ένα άλλο παράδοξο είναι ότι ο γεωργικός τομέας αγνοείται σχεδόν, καταρχήν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενός τομέα που είναι ήδη αποδέκτης του μεγαλύτερου μεριδίου του προϋπολογισμού (36% από το 2014), με την Κοινή Γεωργική Πολιτική να κοστίζει 60 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Το έλλειμμα που εμφανίζει το Σχέδιο σε σχέση με τον γεωργικό τομέα είναι εντυπωσιακό γιατί ο εν λόγω τομέας αντιπροσωπεύει το 52% των δαπανών της Επιτροπής για το κλίμα τα τελευταία έξι χρόνια και είναι ο μόνος τομέας που έχει αυξήσει τις εκπομπές από το 2012. Αντί λοιπόν να υπάρξουν ικανά κριτήρια και προϋποθέσεις που να εξαρτούν τα γεωργικά κονδύλια από την επίτευξη κλιματικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών στόχων και να αναπροσανατολίζουν προς τη στήριξη των γεωργών που έχουν ανάγκη, η Επιτροπή προτείνει την ενίσχυση του προϋπολογισμού για το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Αποσκοπεί στη στήριξη των προηγούμενων πράσινων στόχων όπως αυτό της στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιρούνι», η οποία επιδιώκει σημαντικές περικοπές στη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και θέτει ως στόχο το 25% των εκμεταλλεύσεων της ΕΕ να είναι βιολογικές έως το 2030. Δυστυχώς και σε αυτόν τον τομέα η ΚΓΠ είναι η ιερή αγελάδα της ΕΕ και υπερασπίζεται από ισχυρούς εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων της αγροβιομηχανίας στις Βρυξέλλες, με αποτέλεσμα οι επιδοτήσεις που προβλέπονται για την εντατική γεωργία που βλάπτει το περιβάλλον, έχουν μείνει άθικτες.

Και μάλιστα, παρ’ όλες τις δεσμεύσεις και τις σχετικές ανακοινώσεις, τα περισσότερα από τα 2 τρισ. ευρώ που κρατικών χρημάτων που έχουν δοθεί προς το παρόν ως βοήθεια στις χώρες της ΕΕ, δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις.

Δεν είναι τυχαίο που μέχρι σήμερα, 1,3 εκατομμύρια πολίτες έχουν υπογράψει μια έκκληση πράσινης και δίκαιης ανάκαμψης. Ονομάζεται αναφορά GreenRecovery.eu και στέλνει μηνύματα στις κυβερνήσεις της ΕΕ και στις εθνικές κυβερνήσεις, που «διασώζουν» ρυπογόνες βιομηχανίες σχετικές με τομείς, όπως φυσικό αέριο, πετρέλαιο, άνθρακας, χημικές ουσίες, αυτοκίνητα, αεροπορικές εταιρείες, κλπ., τονίζοντας ότι «η κάθε τόνωση των επενδύσεων πρέπει να συναρτάται απόλυτα από το βαθμό ευθυγράμμισης των εταιρειών με τους κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και κλιματικούς στόχους».

Ανάλογα προβλήματα εμφανίζει και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο μόλις παρουσιάστηκε επίσημα από την πολιτική ηγεσία. Πρόκειται για ένα Σχέδιο που στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες, κινητοποιεί πόρους 57 δισ. ευρώ, περιλαμβάνει συνολικά 170 έργα, επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, φιλοδοξεί να δημιουργήσει 200.000 θέσεις εργασίας και να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 7 μονάδες την επόμενη 6ετία.

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει σειρά εντυπωσιακών επενδύσεων σε τομείς αιχμής, εν τούτοις εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του τελικού στόχου, καθώς η προτεραιότητα δεν αποδίδεται σε επενδύσεις και έργα που ευθυγραμμίζονται με τους κλιματικούς και άλλους περιβαλλοντικούς στόχους (κυκλική οικονομία, βιώσιμη κινητικότητα, μεταφορές, βιοποικιλότητα, κλπ.), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι επενδύσεις θα πηγαίνουν σε βιομηχανίες και απασχόληση που να είναι ασφαλείς και βιώσιμες μακροπρόθεσμα.

Δυστυχώς, παρά το ότι εκ πρώτης όψεως είναι εντυπωσιακό και εξυπηρετεί σειρά σημαντικών στόχων, εν τούτοις χαρακτηρίζεται από παρόμοιες ασάφειες και παρουσιάζει αντίστοιχα κενά, ελλείψεις και αντιφάσεις κυρίως σε ότι αφορά στην εξειδίκευση των μέτρων και δράσεων που αφορούν στην πράσινη μετάβαση, ανάλογες με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ.

Και το Εθνικό Σχέδιο όπως και το Ευρωπαϊκό, έτσι όπως είναι σήμερα συνταγμένα αφήνουν κενά και ασάφειες που αδυνατίζουν τους στόχους, ειδικά σε ότι αφορά στην «πράσινη» ανάκαμψη, καθώς τα κριτήρια επιλογής των επενδύσεων είναι ασαφή και αντιφατικά και ο χαρακτήρας των επενδύσεων παραμένει αδιευκρίνιστος.

Δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως «κλιματική δαπάνη» ο ανεφοδιασμός με ορυκτό αέριο και να χρηματοδοτείται από το Εθνικό Σχέδιο ή να χρηματοδοτούνται τεχνολογίες και υποδομές ανεξάρτητα αν είναι τεχνολογίες και υποδομές μηδενικών ρύπων και εκπομπών. Όπως, αντίστοιχα, το «κύμα ανακαίνισης» δεν μπορεί να επιφέρει τα αναμενόμενα οφέλη εάν δεν αφορά σε μια μαζική επιχείρηση βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, όπου η ηλιακή ενέργεια, οι αντλίες θερμότητας και ο οικολογικός-ενεργειακός σχεδιασμός θα διαδραματίζουν το ρόλο που τους αναλογεί, διαθέτοντας προς τούτο και τα απαραίτητα κονδύλια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο το σημαντικό αυτό εγχείρημα θα μπορέσει να είναι πιο αποδοτικό σε θέματα εξοικονόμησης ενέργειας και όχι μόνο, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, στην αναθέρμανση της οικοδομικής δραστηριότητας, και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Δεν μπορεί να συνυπάρχουν επενδύσεις σε έξυπνα και τοπικά δίκτυα, με ικανότητα αποθήκευσης, έξυπνα συστήματα διανομής, έργα «ανάπτυξης ΑΠΕ» και «καθαρού υδρογόνου», που μπορεί να παραχθεί από ΑΠΕ, με επενδύσεις σε υποδομές ορυκτών καυσίμων.

Είναι κρίμα να χαθεί αυτή η μοναδική ευκαιρία της ανάκαμψης για τις χώρες της ΕΕ, γιατί τα βέλτιστα εργαλεία, ικανά να μεταμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε, είναι αυτή τη στιγμή ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και βεβαίως το αντίστοιχο Εθνικό Σχέδιο για την Ελλάδα, έτσι ώστε τα υλικά να επαναχρησιμοποιούνται με ασφάλεια ξανά και ξανά και έτσι να οδηγηθούμε σε μια πραγματικά «κυκλική οικονομία», μεταξύ άλλων. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης επιδεικνύει μια «πρωτοφανή στήριξη» στη βιομηχανία της ανακύκλωσης έναντι της επαναχρησιμοποίησης, αντικατοπτρίζοντας μια στρεβλή και ξεπερασμένη κατανόηση του τι σημαίνει κυκλική οικονομία και είναι κρίμα.

Τόσο σε επίπεδο Ευρώπης, όσο και σε εθνικό επίπεδο έχει αναπτυχθεί η πιο φιλόδοξη στρατηγική στον κόσμο για τη μείωση των αποβλήτων και θα περιμέναμε να δούμε την ενίσχυση της ανάπτυξης επιχειρηματικών μοντέλων τοπικής παραγωγής και καινοτόμων τεχνολογιών που οδηγούν σε πιο βιώσιμα καταναλωτικά πρότυπα, μέσω της διάθεσης των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων.

Ειδικά στη χώρα μας, που έχει αναπτύξει ισχυρά νομοθετήματα για την μετάβαση προς την κυκλική οικονομία, περιμέναμε να ληφθούν υπόψη από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, το οποίο ωστόσο, δεν αποδίδει την αναγκαία σημασία και προσοχή.

Δηλαδή, θα έπρεπε να θέσει σε προτεραιότητα την ολοκληρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, με βάση τη διαλογή στην πηγή και επενδύσεις κυκλικών επιχειρηματικών και καταναλωτικών μοντέλων, που μειώνουν τη χρήση των πόρων και προωθούν την επισκευή, την επαναχρησιμοποίηση από δεύτερο χέρι και την ανακαίνιση, σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων.

Είναι λυπηρό και απολύτως παράδοξο να αγνοούνται βασικές έννοιες τη στιγμή που έχει γίνει πλέον κοινή συνισταμένη ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την ανακύκλωση και να δημιουργήσουμε νέα επιχειρηματικά και καταναλωτικά μοντέλα, που να υποστηρίζουν το δικαίωμα των καταναλωτών να επισκευάζουν και να χρησιμοποιούν καθημερινά προϊόντα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Αντίστοιχα ερωτήματα υπάρχουν σχετικά με το έλλειμμα που παρουσιάζεται και σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα στον τομέα της κινητικότητας, όπου οι μεταφορές ως ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος ενιαίος τομέας στην Ευρώπη, είναι υπεύθυνος για την συνεχή αύξηση των εκπομπών κατά 30% από το 1990.

Ωστόσο είναι απολύτως γνωστό ότι για να έχουμε αποτέλεσμα που να ανταποκρίνεται στους κλιματικούς και άλλους στόχους απαιτούνται σοβαρές επενδύσεις στην ποδηλασία και το περπάτημα, έτσι ώστε οι πόλεις να μπορούν να κατασκευάσουν μόνιμες κατάλληλες υποδομές, χρηματοδοτική στήριξη για τη μετάβαση σε οδικές μεταφορές μηδενικών εκπομπών, σύστημα στήριξης για λεωφορεία μηδενικών εκπομπών, περισσότερα σημεία φόρτισης, ηλεκτροδότηση αποβάθρων και λιμενικών υποδομών, στήριξη αλυσίδων εφοδιασμού, όπως μπαταρίες και πράσινο υδρογόνο και ειδίκευση εργαζομένων.

Το Εθνικό Σχέδιο δεν υποστηρίζει τις πολυτροπικές μεταφορές, καθώς δεν βλέπουμε καμία αύξηση του μεριδίου των τρένων ούτε επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων μεταφορών, έναντι ορυκτών τεχνολογιών ούτε επενδύσεις στην ανανέωση του στόλου ή σχέδιο μείωσης του συνολικού αριθμού αυτοκινήτων ούτε ουσιαστική υποστήριξη των πόλεων για την ηλεκτροδότηση των λεωφορείων, των στόλων τους και την παροχή υποδομών χρέωσης, κλπ.

Με όλα όσα προαναφέρθηκαν δεν είναι άδικο να πούμε ότι παρά τις εξαιρετικά φιλόδοξες βλέψεις και τις σημαντικές προβλεπόμενες δράσεις, επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις, το Εθνικό Σχέδιο υστερεί εμφανώς ως προς την πράσινη πλευρά της ανάκαμψης παρουσιάζοντας ένα σημαντικό έλλειμμα σε κρίσιμους τομείς.

Εκτιμάται ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ισχύει η αρχή «δεν βλάπτω» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για το 100% των επενδύσεων και των κρατικών ενισχύσεων, αποκλείοντας την υποστήριξη επιβλαβών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων και ενισχύοντας περιβαλλοντικά βιώσιμες δραστηριότητες και αυτό έχει κάπου ξεχαστεί. Και ενώ φαίνεται να υπάρχει προσήλωση στη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα και σε ένα μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αποκατάστασης της φύσης, δεν υπάρχει η αντιστοίχιση στις επιλέξιμες επενδύσεις για το διάστημα 2021-2027, οι οποίες θα πρέπει να είναι συμβατές με τους στόχους αειφορίας και τους ειδικούς κλιματικούς στόχους.

Στο πλαίσιο αυτό, τα Σχέδια Ανάκαμψης προκειμένου να αποτελέσουν το μεγαλύτερο πράσινο επενδυτικό πρόγραμμα στον κόσμο, πρέπει να συμπεριλάβουν στη δομή τους επενδύσεις που πληρούν καθαρά περιβαλλοντικά και κλιματικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους για κλιματική ουδετερότητα και για προστασία της βιοποικιλότητας, ώστε, αφενός η αγορά να κινηθεί ανάλογα, αφετέρου η αναμενόμενη επανεκκίνηση των οικονομιών να βασιστεί στον πυλώνα της «Πράσινης Ανάκαμψης» ακολουθώντας και πρόσφατη επισήμανση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά, που αναφέρει ότι όλα τα κεφάλαια ανάκαμψης θα πρέπει να είναι συμβατά με τη Συμφωνία του Παρισιού.

Τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, τα οποία υποβάλλονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι το τέλος αυτού του μήνα, προσφέρουν μια σημαντική ευκαιρία για να προχωρήσουμε προς την προοδευτική τιμολόγηση του άνθρακα. Μέχρι σήμερα, τα σχέδια αυτά έχουν επικεντρωθεί πολύ περισσότερο στις επενδύσεις παρά στις μεταρρυθμίσεις και είναι μια καλή ευκαιρία να υπάρχουν σαφείς αναφορές στην επιζήμια για το περιβάλλον μεταρρύθμιση των επιδοτήσεων, για τις πράσινες δημόσιες συμβάσεις και βεβαίως για την τιμολόγηση του άνθρακα.

Στη συνέχεια το μπαλάκι θα βρίσκεται στο γήπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα πρέπει να διαπραγματευτεί με τα κράτη μέλη για να συμπεριλάβει περισσότερες πράσινες δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις στα Σχέδια Ανάκαμψης.

Η καλύτερη παρακαταθήκη θα είναι η βέλτιστη συνεισφορά για το κλίμα και για την αναγκαία οικολογική μετάβαση και σε αυτό το πλαίσιο, απαιτούμε αποφασιστικότητα και πολιτική βούληση για μια μεταρρύθμιση που θα συμπεριλάβει την προοδευτική τιμολόγηση του άνθρακα και έτσι θα βάλει ένα λιθαράκι για την αποδέσμευση της Ευρώπης από τις ανθρακούχες εκπομπές, χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω.

Photo by Kristaps Ungurs on Unsplash