#4 Green Deal – Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και Επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας

Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και Ελλάδα

   Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και Επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας

  Της Μαργαρίτας Καραβασίλη

Αρχιτέκτων d.p.l.g. 

Msc Πολεοδόμος – Χωροτάκτης

π Ειδική Γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ΥΠΕΚΑ

Ο Άνεμος Ανανέωσης και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας έχουν ξεκινήσει έναν ουσιαστικό διάλογο με ερευνητές, εκπροσώπους επαγγελματικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών φορέων καθώς και ειδικούς για την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) και τι θα σήμαινε αυτή για την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε τέσσερις τομείς:

  • Κλίμα και ενέργεια
  • Αγρο-διατροφικός τομέας
  • Κατοικία, πόλη, μετακινήσεις
  • Πράσινη χρηματοδότηση

Στόχος είναι να διαμορφωθεί μέσα από μια συστηματική διαβούλευση μια πρόταση για ένα Green Deal που δεν θα αφήνει κανένα/καμία πίσω αλλά και θα συμβάλλει στην δημιουργία ένα νέου παραγωγικού – καταναλωτικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκινάμε την δημοσίευση μιας σειράς άρθρων στα θέματα αυτά.

Το τέταρτο άρθρο που δημοσιεύουμε είναι της Μαργαρίτας Καραβασίλη, που επικεντρώνει στα θέματα της επανεκκίνησης της οικονομίας, με βάση την πράσινη συμφωνία

Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη, δημιούργησαν την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας αναπτυξιακής στρατηγικής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για την Ευρώπη. Τέλος του 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την Ανακοίνωσή της για την Πράσινη Συμφωνία, (European Green Deal), ενσωματώνοντας συνειδητά και ουσιαστικά και τις τρεις διαστάσεις της αειφόρου ανάπτυξης (κοινωνική, περιβαλλοντική, οικονομική).

Την ίδια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία κινείται στους ρυθμούς της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η Ευρώπη κινείται ήδη βάσει μιας βιώσιμης πολιτικής που εγγυάται κοινά οφέλη και συνέργειες στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την προστασία της φύσης και βιοποικιλότητας, τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, και της κατάστασης των υδάτινων πόρων και του περιβάλλοντος, έχοντας δώσει την απάντησή της στο νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας με σκοπό την οικοδόμηση μιας δίκαιης και κοινωνικής πράσινης Ευρώπης και ενός καλύτερου μέλλοντος για όλους και όλες.

Δρομολογεί, πάνω σε στέρεες βάσεις, τα θέματα αειφορίας, μετασχηματίζοντας ριζικά την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον, με άξονες την καθαρή ενέργεια, την επέκταση του εμπορίου εκπομπών, την ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας και την διατήρηση της βιοποικιλότητας και έτσι κινητοποιεί τα κράτη μέλη της προκειμένου να αποτελέσουν χώρες εξωστρεφείς, παραγωγούς προϊόντων υψηλής ποιότητας και με εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης.

Ήδη η Πράσινη Συμφωνία επηρεάζει εταιρείες και οργανισμούς στην Ευρώπη, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, οδηγώντας σταθερά προς νέα μονοπάτια στην οικονομία και προς βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης με βάση τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη κοινωνία, εδραιώνοντας τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, με κύρια στόχευση την ολοκληρωμένη, διασυνδεδεμένη και ορθώς λειτουργούσα αγορά ενέργειας της ΕΕ, ώστε να παρέχει βιώσιμη, ασφαλή και οικονομικά προσιτή ενέργεια, με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος των κρατών μελών να αποφασίζουν για το ενεργειακό τους μείγμα.

Την ίδια στιγμή η πανδημία του κορονοϊού έχει αποδείξει πόσο ευάλωτη είναι η κοινωνία και η οικονομία σε έκτακτες ανάγκες και φυσικές καταστροφές και έχει θέσει νέες προτεραιότητες σε συνδυασμό με τα μέτρα για την «πράσινη ανάκαμψη» της Ευρώπης μέσω της Πράσινης Συμφωνίας, ώστε καταρχήν να μπορέσει η κοινωνία να επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς, με επίκεντρο την προστασία του περιβάλλοντος και την διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Άλλωστε, και μόνον η διαχείριση της μετάβασης οδηγεί αναπόφευκτα την Ευρώπη σε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές των περιφερειακών και τοπικών οικονομιών, με την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων οι οποίες να μπορούν να συντηρήσουν και να ενισχύσουν την οικονομική και κοινωνική δομή, προκειμένου η μετάβαση να είναι δίκαιη και κοινωνικά βιώσιμη.

Η Ελληνική κοινωνία στο σύνολό της προετοιμάζεται για αυτή τη ριζική αλλαγή στην οικονομία της, από τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας έως τον τομέα της βιομηχανίας, των μετακινήσεων, των κτιρίων, της γεωργίας και της δασοκομίας, που παίζουν τον δικό τους σημαντικό ρόλο μεμονωμένα, αλλά και συνολικά.

Με άξονα την απολιγνιτοποίηση και την επίτευξη των νέων ενεργειακών1 και περιβαλλοντικών στόχων, που αποτελεί πραγματική ευκαιρία για την διαμόρφωση ενός καλύτερου βιώσιμου μέλλοντος χωρίς λιγνίτη και χωρίς ρύπανση, η χώρα διαμορφώνει τις συνθήκες ανάπτυξης δραστηριοτήτων που θα προσελκύσουν σημαντικές πράσινες επενδύσεις, ώστε να συντελεστεί, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η αναγκαία ριζική αναδιάρθρωση της τοπικής και εθνικής οικονομίας, ενισχύοντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή, με την επανεκπαίδευση θιγόμενων εργαζομένων και νέων για τις μελλοντικές καινοτόμες θέσεις εργασίας.

Οι βάσεις έχουν τεθεί με την ανάπτυξη των κατάλληλων εργαλείων και μηχανισμών, ώστε να είναι δυνατή η οικοδόμηση μιας αειφόρου ανάπτυξης, την οποία χρόνια επιδιώκουμε χωρίς ωστόσο να γίνει πραγματικότητα.

Για τη χώρα μας η παρούσα κατάσταση (απολιγνιτοποίηση, κρίση COVID-19) προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για την επίτευξη της πράσινης οικονομικής ανάκαμψης σε ευθυγράμμιση με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία / European Green Deal), τα Εθνικά Σχέδια Ενέργειας και Κλίματος (NECPs), τον Κανονισμό της ΕΕ 1999/2018, καθώς και με άλλες στρατηγικές όπως αυτή για ένα υγιεινό, ασφαλές και φιλικό στο περιβάλλον αγρο-διατροφικό σύστημα (Farm to Fork) και η στρατηγική για την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας (Biodiversity for 2030). Σε πρώτο στάδιο, με την εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας στη χώρα μας και του ειδικού πακέτου τόνωσης των 32 δις, πέραν από τη λήψη μέτρων ενίσχυσης των επιχειρήσεων, μπορούν και πρέπει να υλοποιηθούν μέτρα πράσινης ανάκαμψης που θα εκσυγχρονίσουν την ελληνική οικονομία βάσει σύγχρονων και καινοτόμων μεθόδων που ήδη εφαρμόζονται στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Σε αυτή τη βάση η Ελλάδα οφείλει και μπορεί να διαμορφώσει το νέο της αναπτυξιακό πρότυπο για μια οικονομία ανταγωνιστική, εξωστρεφή, βασισμένη στην παραγωγή και την υψηλή εξειδίκευση και όχι στην αθρόα κατανάλωση που μάλιστα βασίζεται, έως σήμερα, στις εισαγωγές προϊόντων, στο πλήθος μη παραγωγικών δραστηριοτήτων και στην απασχόληση χαμηλής εξειδίκευσης εργατικού δυναμικού.

Δεν αρκεί να υιοθετεί η χώρα φιλόδοξους, ακόμη και εμβληματικούς κλιματικούς στόχους. Προέχει να ενσωματώσει το όραμα της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και της επίτευξης της αειφόρου ανάπτυξης σε αποδοτικά μέτρα μακροπρόθεσμου ορίζοντα, παράλληλα με μέτρα εξορθολογισμού της ενεργειακής πολιτικής (αναδιάρθρωση παραγωγής ενέργειας, διασφάλιση ισότιμης και απρόσκοπτης πρόσβασης όλων στα βασικά αγαθά και στις υπηρεσίες). Και αυτό συνεπάγεται, σε κάθε περίπτωση, έναν συνεκτικό συμμετοχικό στρατηγικό σχεδιασμό, που θα συμπεριλαμβάνει όλους τους εμπλεκόμενους, ώστε να αναδεικνύονται οι βέλτιστες αναπτυξιακές προοπτικές με βάση τις πραγματικές ανάγκες, τις δυνατότητες και ιδιαιτερότητες των περιοχών, που θα ελαχιστοποιούν τις δυσμενείς επιπτώσεις, θα προσφέρουν θέσεις εργασίας και θα αξιοποιούν τα απαραίτητα χρηματοδοτικά εργαλεία για την υλοποίησή τους και θα τυγχάνουν ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής.

Ίσως ένα από τα πιο αποδοτικά μέτρα είναι η προώθηση των πράσινων κτιρίων και της ενεργειακής αναβάθμισης του κτιριακού εν γένει τομέα, που μπορούν να δημιουργήσουν πράσινες θέσεις εργασίας, αλλά και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον για καθαρή ενέργεια, βιώσιμες μεταφορές και ανθεκτικές αστικές υποδομές. Ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει παρεμβάσεις στο κτιριακό απόθεμα με βάση τις αρχές της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής και οικολογικής δόμησης (θερμική θωράκιση, τεχνικές φυσικού δροσισμού και φωτισμού, πράσινες οροφές), εκτεταμένη χρήση νέων υλικών, φιλικών στο περιβάλλον, ενίσχυση του αστικού πρασίνου (πάρκα τσέπης και πράσινοι διάδρομοι), σοβαρές πολεοδομικές παρεμβάσεις εξυγίανσης και αναβάθμισης, κλπ.) με στόχο την μετατροπή των πόλεων σε κλιματικά ουδέτερες μέσα από τον μετριασμό των εκπομπών άνθρακα2.

Η ενεργειακή απόδοση αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση καθώς είναι και ο μόνος τρόπος να πετύχει η χώρα τον στόχο για τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030 στα επίπεδα του 2017, δηλαδή να πετύχει βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης της τάξης του 38%. Βεβαίως αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, αντικατάσταση ενός μεγάλου ποσοστού του αποθέματος των κτιρίων κατοικίας με νέα, σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης έως το 2030, καθώς και την ενεργειακή αναβάθμιση 60.000 κτηρίων ανά έτος.

Επιπλέον, βασικό μέτρο είναι η προώθηση των πράσινων υποδομών με την μορφή του δικτύου πρασίνου και της διαμόρφωσης ευνοϊκού μικροκλίματος, δικτύου ποδηλατοδρόμων και πεζοδρόμων, μέτρων περιορισμού της χρήσης ιδιωτικού οχήματος και αναβάθμισης των δημόσιων συγκοινωνιών ώστε να επιταχύνεται η μετάβαση προς την καθαρή, βιώσιμη αστική κινητικότητα και εν γένει την οικολογική μετακίνηση.

Και καθώς κεντρικός στόχος της Πράσινης Συμφωνίας είναι η αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και η μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), η συμβολή των γεωργών στην κυκλική οικονομία και τη βιοποικιλότητα θεωρείται υψίστης σημασίας, στη βάση της στρατηγικής «από το αγρόκτημα στο πιάτο», όπως και η ενίσχυση της κλιματικής προστασίας, της βιωσιμότητας της υπαίθρου, της διατροφικής ασφάλειας, της αποκατάστασης και διατήρησης της βιοποικιλότητας, κλπ. Στο πλαίσιο αυτό και στη χώρα μας κανένα τοπικό προϊόν δεν θα πρέπει να καταλήγει στις χωματερές, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στις τοπικές αλυσίδες διανομής για την αποφυγή της απώλειας τροφίμων και την επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων και αποβλήτων.

Για τους παραπάνω λόγους, τόσο η επέκταση των πόρων του Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης της οικονομίας, όσο και οι πόροι της επόμενης προγραμματικής περιόδου 2021-2027 συνδέονται απόλυτα με μια στροφή στην ΚΑΠ ιδιαίτερα μέσω οικο-σχημάτων στην γεωργία.

Επιπλέον, η εθνική μας πολιτική υιοθετεί μέτρα που προωθούν την κυκλική οικονομία, άρα και τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με απώτερο στόχο μια πολιτική μηδενικών αποβλήτων, ένα δύσκολο εγχείρημα το οποίο δεν παύει να είναι και σπουδαία πρόκληση στο πλαίσιο της επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία. Προτεραιότητα αποδίδεται, και ορθώς, στην επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση όλων των αποβλήτων, υγρών και στερεών, τα οποία περιέχουν πολύτιμα θρεπτικά συστατικά, αξιοποιώντας τις χρηματοδοτήσεις από τον μακροχρόνιο προϋπολογισμό της ΕΕ για πράσινα έργα και πράσινες επενδύσεις, αλλά και αυτές που απευθύνονται προς τις δημόσιες αρχές και τους παράγοντες της αγοράς προκειμένου να προσδιορίσουν και να αναπτύξουν τέτοια έργα.

Η χώρα καθώς θα προσαρμόζει τις πολιτικές της σε όλους τους τομείς που συμβάλουν στην υλοποίηση της Πράσινης Συμφωνίας, θα πρέπει να συμφιλιωθεί πλήρως με την ιδέα ότι θα πρέπει να δουλεύει και προληπτικά, ενσωματώνοντας την απειλή της κλιματικής αλλαγής, λαμβάνοντας υπόψη την ανθεκτικότητα σε εξωγενείς κινδύνους, όπως οι φυσικές καταστροφές. Η ενσωμάτωση της κλιματικής παραμέτρου στον σχεδιασμό νέων υποδομών σημαίνει επιλογή υποδομών που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες που θα προκύψουν δεκαετίες μετά, π.χ. σε περιοχές που εκτιμάται ότι θα μειωθούν τα υδατικά αποθέματα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία για ριζικές τομές, όπου συμπεριλαμβάνεται ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός που θα έχει διάρκεια και προπαντός συνέχεια, για να μπορούμε να ελπίζουμε σε μια νέα οικονομία κλιματικά ουδέτερη.

Στην πορεία της προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, η Ελλάδα πρέπει να καταφέρει να καθορίσει τον αναπτυξιακό της στόχο για το 2050, τον οδικό χάρτη για την πορεία προς το 2050 και τους ενδιάμεσους στόχους και να διαμορφώσει, το ταχύτερο δυνατό, τα τομεακά σχέδια για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, όπως της γεωργίας, του τουρισμού, της ενέργειας, των μεταφορών αλλά και περιοχών της χώρας που βιώνουν ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ή εκτιμάται ότι θα πληγούν περισσότερο κατά τις επόμενες δεκαετίες λόγω δομικών αναδιαρθρώσεων (βλ. λιγνιτικές περιοχές). Σε κάθε περίπτωση μπορεί να επωφεληθεί από το Σχέδιο Ανάκαμψης, που ευνοεί ιδιαίτερα δράσεις υπέρ της “δίκαιης μετάβασης”, αξιοποιώντας και το επενδυτικό σχέδιο «Βιώσιμη Ευρώπη» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, το οποίο κινητοποιεί δημόσιες επενδύσεις και αποδεσμεύει ιδιωτικά κεφάλαια μέσω των χρηματοδοτικών μέσων της ΕΕ, ιδίως του InvestEU, που θα οδηγήσουν σε επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 1 τρις ευρώ. Άλλωστε, ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης θα παράσχει προσαρμοσμένη χρηματοδοτική και πρακτική στήριξη για να βοηθηθούν οι εργαζόμενοι και να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις στις περιοχές που θα επηρεαστούν ιδιαίτερα και θα υποστούν βαθύ οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό.

Ας μην ξεχνάμε ότι με την Νέα Πράσινη Συμφωνία αλλά και με πρόσφατες αποφάσεις της ΕΕ (νέο Στρατηγικό Θεματολόγιο 2019-2024, όπως αυτό εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 20 Ιουνίου 2019), «η επιτυχία της πράσινης μετάβασης στην Ευρώπη για την οικοδόμηση μιας δίκαιης και κοινωνικής Ευρώπης, θα εξαρτηθεί από τη σημαντική κινητοποίηση των ιδιωτικών και των δημόσιων επενδύσεων, την εδραίωση μιας αποτελεσματικής κυκλικής οικονομίας και μιας ολοκληρωμένης, διασυνδεδεμένης και ορθώς λειτουργούσας αγοράς ενέργειας της ΕΕ. Η αγορά αυτή θα παρέχει βιώσιμη, ασφαλή και οικονομικά προσιτή ενέργεια, με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος των κρατών μελών να αποφασίζουν για το ενεργειακό τους μείγμα».

Φωτο: Άνεμος Ανανέωσης / Νίκος Χρυσόγελος

1 πολιτική απόφαση της κυβέρνησης που αφορά στην δραστική και οριστική μείωση του μεριδίου λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, την απολιγνιτοποίηση δηλαδή, με εμπροσθοβαρές χρονικό πρόσημο κατά την επόμενη δεκαετία και την πλήρη απένταξη από το εγχώριο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το έτος 2028.

2 κεντρική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας ώστε να διαμορφωθούν 100 Κλιματικά Ουδέτερες Πόλεις το 2030

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.