COVID-19: Μια προειδοποίηση και ένα κάλεσμα προς μία νέα στρατηγική για την υγεία

To ΑΡΘΡΟ αυτό γράφτηκε και είναι μέρος του αφιερώματος COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ Ελλάδας και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του εδώ 

Ένα από τα μαθήματα που πρέπει να πάρουμε από την υγειονομική κρίση είναι ότι η καθυστερημένη αντίδραση σε διεθνές, ευρωπαϊκό κι εθνικό επίπεδο, η απουσία συνεργασίας μπροστά σε υπαρκτές απειλές, η αδιαφορία απέναντι στις προειδοποιήσεις των επιστημόνων να κινηθούμε προληπτικά, εγκαίρως και αποτελεσματικά, οι εθνικοί εγωισμοί και η απουσία αλληλεγγύης επιδεινώνουν τα προβλήματα και προκαλούν ανυπολόγιστη καταστροφή.

Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους», Αλμπέρ Καμύ, “Η πανούκλα”

Η πανδημία και το lockdown ανέτρεψαν μέσα σε ελάχιστους μήνες πολλές από τις βεβαιότητες (αλλά και τους μύθους) που κυριαρχούσαν μέσα στις κοινωνίες, προκάλεσαν μεγάλο σοκ και δημιούργησαν μια νέα πραγματικότητα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους πρόωρα, πολλοί/ες εισήχθησαν στο νοσοκομείο και χρειάστηκαν εντατική θεραπεία, αναδεικνύοντας με τραγικό τρόπο τη σημασία ενός ισχυρού κι αποτελεσματικού δημόσιου τομέα στην υγεία

Δεν ξέρουμε, ακόμα, πώς θα εξελιχθεί η υγειονομική κρίση, αλλά το πιθανότερο είναι ότι τα σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα θα είναι μπροστά μας γι’ αρκετά μεγάλο διάστημα. Η κρίση επέτεινε υπάρχοντα κοινωνικά προβλήματα και διεύρυνε κοινωνικές ανισότητες. Αν επιβεβαιωθούν οι πιο δυσοίωνες προβλέψεις που συγκρίνουν την σημερινή παγκόσμια κρίση με την ύφεση του 1929 στις ΗΠΑ και με αυτήν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, τότε οι προκλήσεις θα είναι πολύ μεγάλες.

Ένα από τα μαθήματα που πρέπει να πάρουμε από την υγειονομική κρίση είναι ότι η καθυστερημένη αντίδραση σε διεθνές, ευρωπαϊκό κι εθνικό επίπεδο, η απουσία συνεργασίας μπροστά σε υπαρκτές απειλές, η αδιαφορία απέναντι στις προειδοποιήσεις των επιστημόνων να κινηθούμε προληπτικά, εγκαίρως και αποτελεσματικά, οι εθνικοί εγωισμοί και η απουσία αλληλεγγύης επιδεινώνουν τα προβλήματα και προκαλούν ανυπολόγιστη καταστροφή.

Η μαζική απώλεια ανθρώπινων ζωών προκαλεί φόβο. Όμως, μια τέτοια υγειονομική κρίση δεν είναι πρωτόγνωρη. Πολλές επιδημίες ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν, όχι μόνο σε προηγούμενους αιώνες, ήταν εξίσου ή και περισσότερο επικίνδυνες και θανατηφόρες. Είναι, όμως, η πρώτη την εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και των μετακινήσεων, της ενημέρωσης και επικοινωνίας, η πρώτη φορά που μια πανδημία καλύπτεται εκτενώς από όλα τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ολόκληρο το 24ωρο και με απευθείας συνδέσεις. Επίσης, η ανθρώπινη ζωή στις πλούσιες χώρες φαίνεται να έχει πιο μεγάλη αξία από την ανθρώπινη ζωή στον υπόλοιπο κόσμο, αφού δεν υπήρχε μέχρι σήμερα αντίστοιχη ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση για ασθένειες που εξοντώνουν εκατομμύρια ανθρώπους στον υπόλοιπο πλανήτη, αν και πολλές από αυτές μπορούσαν να έχουν αντιμετωπιστεί.

Η πανδημία δεν ήταν, όμως, απρόβλεπτη. Γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι νέες ασθένειες εμφανίζονται (οι οποίες συχνά έχουν να κάνουν με αλλαγές στο περιβάλλον) και κάποιες από αυτές μπορεί να επεκταθούν σε πολλές περιοχές του κόσμου ή/και να μετατραπούν σε πανδημία. Οι ειδικοί έχουν προειδοποιήσει ότι οι μολυσματικές ασθένειες αναδύονται ή επανέρχονται πολύ ταχύτερα από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Μολυσματικές νεοεμφανιζόμενες ασθένειες από ιούς όπως πρόσφατα ο Zika, ο MERS-CoV, ο SARS-CoV, ο Ebola, ή ασθένειες με μεγάλη ιστορία”, όπως η χολέρα, η γρίπη, η μαλάρια, η φυματίωση, ο τύφος σκοτώνουν συνολικά εκατομμύρια άτομα κάθε χρόνο. Στο πιο μακρινό παρελθόν, εξάρσεις επιδημιών, όπως η πανώλη, κατέστρεψαν οικονομίες, ενώ άλλες, όπως η ισπανική γρίπη του 1918, έσπειραν τον πανικό παγκοσμίως.

Η καθυστερημένη συνεργασία σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο

Απέναντι σε μια επιδημία που εξαπλώνονταν πέρα από σύνορα, οι αποφάσεις – τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα – παρέμειναν αποκλειστικά στο επίπεδο των εθνών – κρατών. Υπήρξε περιορισμένη ανταλλαγή κρίσιμων πληροφοριών και συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο για συντονισμό πολιτικών, έγκαιρο έλεγχο της διάδοσης ή από κοινού διαχείριση αναγκών σε υλικά και μέσα προστασίας.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν, μέχρι σήμερα, δύο φάσεις στον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας.

Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από αμηχανία που κυριαρχεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και σπασμωδικές κινήσεις από τα περισσότερα κράτη μέλη με συνέπεια τη δημιουργία περισσότερων προβλημάτων από την επίλυσή τους. Η ευθύνη για την έλλειψη συντονισμού κι αλληλεγγύης στην πρώτη φάση της υγειονομικής κρίσης επιμερίζεται μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) και Κρατών Μελών. Τα θέματα υγείας είναι στην αρμοδιότητα των Κρατών Μελών και η ΕΕ έχει επικουρικό, μόνο, ρόλο σε αυτά. Η απουσία, όμως, κοινής ευρωπαϊκής απάντησης είχε ως αποτέλεσμα τα κράτη να λάβουν μέτρα εντός των εθνικών συνόρων για να αντιμετωπίσουν μια επιδημία που δεν περιορίζεται στα σύνορα κάθε χώρας: μονομερές κλείσιμο συνόρων , κυνικός ανταγωνισμός για εξασφάλιση υγειονομικού υλικού, απουσία κοινού σχεδίου για τον περιορισμό της επιδημίας και την από κοινού αντιμετώπιση των υγειονομικών, κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων. Οι πιο ντροπιαστικές εκφάνσεις αυτής της φάσης ήταν:

  • Η Ιταλία και η Ισπανία αφήνονται στην πρώτη φάση να τα βγάλουν πέρα μόνες τους, κάτι που εκμεταλλεύονται ορισμένες δυνάμεις για να δημιουργήσουν αντι-ευρωπαϊκό κλίμα.

  • Κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται αργά, με διακρατική μέθοδο, προκαλούνται έτσι προβλήματα, τα οποία οι Ευρωπαίοι πολίτες αντιλαμβάνονται ως αποτέλεσμα ευρωπαϊκών πολιτικών και όχι ως συνέπεια επιλογών συγκεκριμένων κυβερνήσεων.

  • Πολιτικές και μέσα προστασίας του υγειονομικού προσωπικού απουσιάζουν για μεγάλο διάστημα με αποτέλεσμα να μολύνεται σημαντικό ποσοστό του προσωπικού τον πρώτο καιρό. Σε αυτό συμβάλλει και η παρεμπόδιση, στη βάση γραφειοκρατικών ρυθμίσεων και για εβδομάδες, της εξαγωγής ιατρο-νοσηλευτικού υλικού και μέσων προστασίας από τη μια χώρα μέλος σε μια άλλη, η οποία ίσως τα χρειάζεται περισσότερο.

  • Τεράστιες ουρές και χάος στα σύνορα προκαλούν μεγάλες καθυστερήσεις ακόμα και στην μεταφορά κρίσιμων υλικών και μέσων για τα νοσοκομεία ή την προστασία των πολιτών.

  • Περιορισμός της δημοκρατίας και του δημοκρατικού ελέγχου στην Ουγγαρία και σε άλλες χώρες του Βίσεγκραντ, ενώ αποφάσεις από πολιτικούς, περιφέρειες και δήμους παρακάμπτουν ορισμένες φορές τις δημοκρατικές διαδικασίας, την ανάγκη διαφάνειας στη λήψη μέτρων, στη διανομή ευεργετημάτων ακόμα και στην ελευθερία του λόγου στο όνομα του “επείγοντος” της πανδημίας.

Τα προβλήματα που δημιουργούνται δεν αφορούν μόνο τομείς στους οποίους η ΕΕ έχει επικουρικό ρόλο (υγεία, κοινωνικές πολιτικές, εργασία, κοινωνική ασφάλιση, παιδεία κ.ά.) αλλά και κρίσιμους τομείς στους οποίους η ΕΕ έχει αποφασιστικό ρόλο (μετακινήσεις, ελεύθερη κυκλοφορία, σεβασμός του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών κανόνων). Η δεύτερη φάση σηματοδοτείται από την προσπάθεια συντονισμού και επίδειξης αλληλεγγύης μέσα στην κρίση όπως μέσα από:

  • Μεταφορά ασθενών από Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία σε γειτονικές χώρες, κυρίως Γερμανία κι Αυστρία.

  • Προσφορά υλικού και μέσων σε κράτος μέλος με μεγαλύτερες ανάγκες.

  • Προμήθεια από την Επιτροπή για λογαριασμό των κρατών-μελών ιατρο-φαρμακευτικού υλικού και εξοπλισμού (π.χ. 10.000.000 ιατρικές μάσκες και διανομή τους σε 20 κράτη μέλη και στη Βρετανία)

  • Ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Έρευνας καθώς και της έρευνας και Χρηματοδότηση με 1 δις ευρώ μέσω του Horizon 2020 ερευνητικών και καινοτόμων προγραμμάτων στο πλαίσιο του σχεδίου Coronavirus Global Response

  • Υποστήριξη της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων για φαρμακευτικές θεραπείες και εμβόλιο.

  • Δημιουργία λωρίδων ταχείας κυκλοφορίας και επιτάχυνση της διασυνοριακής κυκλοφορίας για μεταφορά κρίσιμου εξοπλισμού και μέσων

  • Ενίσχυση χωρών που πλήττονται, ιδιαίτερα μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού πολιτικής προστασίας RESCeu, όπως με τη μεταφορά ιατρικού – νοσηλευτικού προσωπικού από τη Ρουμανία στα νοσοκομεία της Β. Ιταλίας

  • Ενεργή συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, τόσο σε νομοθετικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, με παροχή γευμάτων και παραχώρηση χρήσης υποδομών σε όσους/ες έχουν ανάγκη, όπως άστεγοι ή ιατρο-νοσηλευτικό προσωπικό κ.ά.

  • Ευελιξία αναφορικά με τις κρατικές ενισχύσεις αλλά και τη μεταφορά πόρων για ενίσχυση των συστημάτων υγείας.

Είναι σημαντικό ότι, έτσι, ανακόπτεται η αρχική φάση σπασμωδικών και εθνικών εγωισμών και δεν μετατρέπονται σε κυρίαρχη τάση, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γρήγορη κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Παραμένουν, όμως, σε επίπεδο κρατών-μελών πολλές αποφάσεις αναφορικά με το τις πολιτικές αντιμετώπισης ενός δεύτερου κύματος επιδημίας ή τα μέτρα ανάκαμψης έτσι ώστε να μην διογκωθούν ανισότητες, διακρίσεις και ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα. Πολλές επιλογές είναι αδύνατο να υλοποιηθούν χωρίς από κοινού μέτρα. Για παράδειγμα, οι αποφάσεις για μετακινήσεις και τουρισμό δεν είναι δυνατόν να ληφθούν μόνο σε εθνικό επίπεδο. Αδύνατη είναι εξάλλου και η διάσωση εύθραυστων οικονομιών αν αφεθούν μόνες τους.

Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, οι ανεπάρκειες του συστήματος υγείας έχουν αναδειχτεί από παλιά. Η μεγάλη έμφαση στον τομέα της νοσοκομειακής περίθαλψης που συχνά έπαιζε και ρόλο πρωτοβάθμιας φροντίδας και η υπερβολική, συχνά ανεξέλεγκτη, χρήση φαρμάκων, συνέβαλαν σε σπατάλη πόρων, ενίσχυση της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων, και υπερβολική ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Οι πολιτικές πρόληψης, η δημιουργία πρωτοβάθμιων κοινοτικών δομών, η τηλε-ιατρική παρέμειναν σχέδια ή ασυνεχείς απόπειρες οι οποίες κυρίως αναδείχθηκαν μέσα από πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών. Στη συνέχεια, η 10ετής πολιτική οριζόντιας λιτότητας και περικοπών συνέβαλε μεν στο συμμάζεμα δαπανών και στην προώθηση ορισμένων βελτιώσεων και μεταρρυθμίσεων (πχ ηλεκτρονική συνταγογράφηση), αλλά προκάλεσε σοβαρές ελλείψεις σε κρίσιμους τομείς και κυρίως μαζική έξοδο και μετανάστευση σημαντικού αριθμού έμπειρου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού αφήνοντας σημαντικά κενά όχι μόνο σε περιφερειακές αλλά και σε κεντρικές δομές.

Ακριβώς λόγω της ανεπαρκούς κατάστασης του δημόσιου συστήματος περίθαλψης, του αδύναμου συστήματος κοινωνικής προστασίας και μπροστά στον κίνδυνο γρήγορης μετάδοσης της ασθένειας, σε συνδυασμό με τον γηρασμένο πληθυσμό σε πολλές περιοχές της χώρας αλλά και έναν στρεβλό τρόπο προσέγγισης της υγείας και της ασθένειας, ήταν μονόδρομος η πολιτική αυστηρού lockdown που υιοθετήθηκε. Το εθνικό σύστημα υγείας κινδύνευε να καταρρεύσει πολύ γρήγορα σε περίπτωση εξάπλωσης της ασθένειας και να προκαλέσει ευρύτερη κοινωνική και οικονομική κρίση.

Η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης – ακολουθώντας την εισήγηση κυρίως επιστημόνων που συνυπολόγισαν την κατάσταση του συστήματος περίθαλψης – επικεντρώθηκε κυρίως στην ατομική υπευθυνότητα μέσα από την ανάδειξη του κινδύνου και τη συνακόλουθη δημιουργία φόβου, δηλαδή ένα αυστηρό “Μένουμε Σπίτι”, κοινωνική αποστασιοποίηση, καθαριότητα και υγιεινή.

Σε κοινωνικό επίπεδο επιλέχθηκε το γενικό lockdown, με αποτέλεσμα να “κλείσουν” απότομα οι περισσότεροι οικονομικοί τομείς, τα σχολεία, οι δημόσιοι χώροι και να επιβληθεί αυστηρός έλεγχος.

Διακηρυγμένος επιστημονικός στόχος ήταν να “κερδηθεί χρόνος” για να αναπτυχθούν υποδομές και να αναδιοργανωθεί το σύστημα υγείας τουλάχιστον στο επίπεδο των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Ωστόσο, οι βελτιώσεις κατά το χρόνο που κερδήθηκε ήταν οριακές ως προς τα μέσα προστασίας του υγειονομικού προσωπικού, τον εξοπλισμό των νοσοκομείων, την αύξηση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και γενικότερα την ενίσχυση του συστήματος περίθαλψης.

Τώρα, ενόψει της επόμενης μέρας, χρειάζεται να κάνουμε με ψυχραιμία έναν απολογισμό των θετικών αλλά και των αρνητικών σημείων αυτής της στρατηγικής με τη σκέψη στραμμένη στο μέλλον. Σε παγκόσμιο επίπεδο εφαρμόστηκαν 5-6 διαφορετικά μοντέλα μέτρων για την πανδημία, ως συνέπεια διαφορετικών χαρακτηριστικών κάθε χώρας και πολιτικών επιλογών, αλλά ακόμα και διαφορετικών μοντέλων δεδομένων ή και deep learning algorithms. Μπορεί να ήταν, υπό τις παρούσες συνθήκες, αδύνατον να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μια συνολικά διαφορετική στρατηγική, αλλά αυτό που έγινε από ανάγκη δεν μπορεί να είναι το μοντέλο αντιμετώπισης κρίσεων και στο μέλλον. Επομένως, πρέπει να κρατήσουμε τα θετικά, να συζητήσουμε τις αδυναμίες και να επιλύσουμε τα προβλήματα.

Στα θετικά: Αυτή η στρατηγική περιόρισε σημαντικά τον αριθμό όσων πέθαναν πρόωρα στο πρώτο, αιφνιδιαστικό κύμα της επιδημίας. Συνέβαλε στο να αντέξουν οι δομές περίθαλψης, αφού δεν κατακλύστηκαν. Οι πολίτες πείστηκαν να τηρήσουν, σε γενικές γραμμές, τα μέτρα με υπευθυνότητα. Το ιατρικο-νοσηλευτικό προσωπικό μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες, χωρίς να βρεθεί μπροστά σε μεγάλη πίεση κι ακραία διλήμματα επιλογής αυτών που θα διασωθούν. Αναγνωρίστηκε ευρύτατα η αναγκαιότητα ισχυρού κι αποτελεσματικού δημόσιου συστήματος υγείας κι αναδείχθηκε το υψηλό επιστημονικό επίπεδο του ιατρικο-νοσηλευτικού προσωπικού, ο επαγγελματισμός και ο ανθρωπισμός του.

Στις αδυναμίες: Σημαντική παρενέργεια, αυτού του μοντέλου είναι το γεγονός ότι ένα πολύ μικρό, μόνο, ποσοστό του πληθυσμού (1-5%) φαίνεται να έχει επιμολυνθεί και σε κάθε περίπτωση έχουμε περιορισμένη εικόνα για το πόσοι/ες τελικά ασθένησαν ελαφριά ή χωρίς συμπτώματα. Κατά συνέπεια, επικρατεί αβεβαιότητα ως προς την ανοσία, με πιθανό σενάριο ότι η ανοσία μέσα στην κοινότητα είναι περιορισμένη. Αυτό είναι, όμως, κρίσιμο για μια ασφαλή επιστροφή στην κοινωνικότητα, την επαναλειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων και κυρίως το άνοιγμα των συνόρων καθώς δεν μπορούν να μεταφερθούν όλες οι δραστηριότητες εσαεί στον ψηφιακό κόσμο.

Μια σημαντική έλλειψη του συγκεκριμένου μοντέλου “κοινωνικής αποστασιοποίησης” είναι ότι δεν εκπαιδεύει τους πολίτες να έχουν ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων, είτε τώρα είτε στο μέλλον. Η ενημέρωση στόχευε στο τι δεν κάνουμε και όχι στο τι πρέπει και μπορούμε να κάνουμε. Είναι ζητούμενο, όμως, για την επόμενη μέρα η ενεργή συμμετοχή των πολιτών, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί πραγματικά κάποια επιδημία ή κρίση.

Το #ΜένουμεΣπίτι δεν μπορεί να είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση ενός νέου κύματος του SARSCoV-2 ή άλλων επιδημιών στο μέλλον ή διαφορετικών κρίσεων (κλιματική, οικονομική, κοινωνική κ.ά.). Υπήρξαν ορισμένες πρωτοβουλίες σε ατομικό επίπεδο ή από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, αλλά σε γενικές γραμμές παρέμεινε σχετικά χαμηλά ο βαθμός αυτο-οργάνωσης στην Ελλάδα. Ακόμα και ο χώρος της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας (Κ.ΑΛ.Ο) δεν είχε τα μέσα, τα εργαλεία, ίσως και το εκπαιδευμένο προσωπικό για να αναλάβει ρόλους που με επιτυχία διεκπεραίωσε σε άλλες χώρες (π.χ, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία), όπως διανομή φαγητού σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων που είχαν ανάγκη, οικονομική στήριξη νοικοκυριών, δημιουργία πλατφόρμας συνεργασίας μεταξύ διαφόρων μορφών επιχειρήσεων μέσα στο lockdown, φιλοξενία σε συνεταιριστικά ξενοδοχεία ιατρικο-νοσηλευτικού προσωπικο κ.ά.

Τέλος, και το πλέον σημαντικό, η πολιτική που εφαρμόστηκε δεν έλαβε υπόψη, δεν προώθησε συνεργασίες και δεν προέβλεψε εξειδικευμένα μέτρα για τους/τις περισσότερο ευάλωτους/ες: ηλικιωμένους χωρίς βοήθεια στο σπίτι, κατοίκους μικρών νησιωτικών και ορεινών περιοχών, πρόσφυγες σε μεγάλους καταυλισμούς, κοινότητες Ρομά, άστεγους, ανθρώπους που συγκατοικούν πολλοί/ες μαζί σε περιορισμένους και συνήθως υποβαθμισμένους χώρους, άτομα με αναπηρία. Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας έμεινε απροστάτευτο στο πλαίσιο των μέτρων, καθώς λόγω αντικειμενικών συνθηκών δεν μπορούσε να τηρήσει τους κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης, υγιεινής και καθαριότητας, και βίωσε με έντονο τρόπο τον κοινωνικό αποκλεισμό και την έλλειψη υποστήριξης. Ειδικά στο θέμα των μεγάλων καταυλισμών προσφύγων στα νησιά, η πολιτική απομόνωσης και εγκλωβισμού των προσφύγων μέσα στους χώρους όπου δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να διασφαλίσουν την τήρηση των κανόνων υγιεινής ήταν επιλογή υψηλού ρίσκου, η οποία εκθέτει σε κίνδυνο την υγεία των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, των κατοίκων των τοπικών κοινωνιών, και το δημόσιο σύστημα υγείας, ιδιαίτερα σε περίπτωση ανεξέλεγκτης διάδοσης της ασθένειας υπό τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν. Παρά τις αυθόρμητες πρωτοβουλίες υποστήριξης (π.χ. γείτονες που ψώνιζαν για ηλικιωμένους, ομάδες αυτο-οργάνωσης που δημιουργήθηκαν μέσα σε hotspots, πρωτοβουλίες ΜΚΟ για εκπαίδευση διαπολιτισμικών μεσολαβητών σε κοινότητες Ρομά, υπηρεσίες εξ αποστάσεως για ευάλωτες ομάδες, μεταφορά από ορισμένους Δήμους προσωπικού δημοτικών υπηρεσιών σε δομές “βοήθειας στο σπίτι” ή αύξηση αποστολών στο σπίτι με courier), απουσίασαν στην πραγματικότητα κοινωνικές δομές κι εργαλεία που θα επέτρεπαν την αποτελεσματική και στοχευμένη υποστήριξη των πιο ευάλωτων.

Μαθήματα για την επόμενη μέρα

Πολύ συχνά κάτω από την πίεση των άμεσων προβλημάτων, όπως τώρα με την πανδημία, οι πολιτικές επικεντρώνουν μόνο στο θέμα του συστήματος περίθαλψης χωρίς να αναπτύσσουν μία στρατηγική η οποία συμβάλλει στην ανθεκτικότητα των ατόμων και της κοινωνίας μέσα από πιο ολοκληρωμένες παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, κρίσιμος παράγοντας είναι η συνολική κατάσταση υγείας των ατόμων καθώς και περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες, όπως και σε κάθε άλλη ασθένεια.

Σωστά δίνεται, στην παρούσα φάση, έμφαση στην “κοινωνική αποστασιοποίηση” και την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, της ιατρικής φροντίδας και της νοσοκομειακής περίθαλψης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσουμε να αγνοούμε άλλες εξίσου σημαντικές πολιτικές και πρακτικές που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανθεκτικότητα απέναντι στην ασθένεια. Τα πρώτα δεδομένα δείχνουν ότι η θνητότητα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, η κακή ποιότητα κατοικίας, η συγκατοίκηση πολλών ανθρώπων σε περιορισμένο χώρο υπό μη ασφαλείς συνθήκες, η απουσία στέγης, η έλλειψη πρόσβασης σε υπηρεσίες κοινωνικής βοήθειας κ.ά.

Με δεδομένο ότι η επιδημία θα είναι εδώ για κάποια χρόνια και δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται κάθε φορά lockdown, αλλά και ότι εκτός από τον νέο κοροναϊό υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες νοσηρότητας αλλά και θνησιμότητας, είναι ευκαιρία να δούμε την κρίση ως σήμα κινδύνου για να αναδιαμορφώσουμε τις πολιτικές μας ώστε όλες να ενσωματώνουν ταυτόχρονα την κοινωνική, οικολογική, κλιματική και υγειονομική διάσταση.

Μια νέα στρατηγική για την υγεία ενισχύει γενικότερα την πρόληψη και την ανθεκτικότητα απέναντι στην συγκεκριμένη ή άλλη ασθένεια με:

Στενή παρακολούθηση σε διεθνές επίπεδο των παραγόντων εκείνων που επιτρέπουν την εμφάνιση και γρήγορη διάδοση ασθενειών, ενισχυμένη συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς (WHO, UN) αλλά και μεταξύ των διεθνών και ευρωπαϊκών ερευνητικών κέντρων καθώς και των Κέντρων Πρόληψης και Αντιμετώπισης των Ασθενειών, ώστε να υπάρχει άμεση, μαζική και ολοκληρωμένη προετοιμασία, πρόληψη κι αντιμετώπιση. Κρίσιμος παράγοντας για την διάσωση ζωών και τη λήψη των σωστών αποφάσεων είναι η πρόσβαση σε επιστημονικά δεδομένα και η έγκαιρη ανταλλαγή τους, η προετοιμασία και από κοινού αντιμετώπιση.

– Διεπιστημονική συμμετοχή (ενδεικτικά: υγειονομικό προσωπικό διαφόρων ειδικοτήτων, ψυχολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες, περιβαλλοντολόγοι κ.ά.) στις ομάδες που συμβουλεύουν τις κυβερνήσεις για τις πολιτικές υγείας αλλά και για την αντιμετώπιση πολυ-παραγοντικών κρίσεων, με δεδομένο ότι παρόμοιες προκλήσεις έχουν διεπιστημονικό χαρακτήρα και οι λύσεις δεν μπορεί να περιορίζονται στις προτάσεις ορισμένων μόνο ειδικοτήτων. Σημαντικές εξελίξεις στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιστήμες συμβάλλουν στην ενσωμάτωση αυτής της γνώσης στους σχεδιασμούς και στα μοντέλα προετοιμασίας κι αντιμετώπισης ασθενειών κι επιδημιών.

Υιοθέτηση νέων μοντέλων ολοκληρωμένης πολιτικής για Μία Υγεία (ΟΝΕ HEALTH): πρόληψη της ασθένειας και η διατήρηση της υγείας με οριζόντια ενσωμάτωση των πολιτικών για την υγεία σε όλες τις άλλες πολιτικές, μελέτη και κατανόηση της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης και των καινοτόμων κοινοτικών πρακτικών όπως εκφράζονται σε διαφορετικές κουλτούρες. Οι πολιτικές για την υγεία πρέπει να προσεγγίζουν το θέμα ολοκληρωμένα, να αναγνωρίζουν ότι η υγεία μας εξαρτάται από κοινωνικούς, πολιτιστικούς και οικολογικούς παράγοντες (“οικολογία της ασθένειας“). Για να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία πρέπει να αντιμετωπίζονται από κοινού τα θέματα της ανθρώπινης υγείας, της υγείας των οικοσυστημάτων και του περιβάλλοντος σε όλα τα επίπεδα συμπεριλαμβανομένης και της έρευνας.

– Ποιοτική ενίσχυση με προσωπικό και πόρους του δημόσιου συστήματος υγείας σε μόνιμη βάση, με τον πολίτη στο κέντρο του μοντέλου: πρωτοβάθμια φροντίδα, οργάνωση ολοκληρωμένου δικτύου για περίθαλψη με μονάδες και υποδομές που δεν καθορίζονται μόνο με οικονομικά (ή πολύ περισσότερο πελατειακά ή εκλογικά) κριτήρια, ευέλικτες υπηρεσίες, κοινοτικά μοντέλα, συμμετοχή πολιτών και εκπροσώπηση ασθενών, κατάλληλη τυπική και μη τυπική εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση. Σε αυτήν την προσπάθεια πρέπει να δοθεί έμφαση και στην κατάλληλη ένταξη τόσο στο σύστημα υγείας όσο και σε δομές για πρόσφυγες, νεο-εισερχόμενων γιατρών και νοσηλευτών με προσφυγικό και μεταναστευτικό προφίλ, με την αξιοποίηση ιατρο-νοσηλευτικού προσωπικού που έχει ήδη ενταχθεί στο σύστημα υγείας για την εκπαίδευσή τους.

Ενίσχυση της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας κι αξιοποίηση καλών πρακτικών που αναπτύχθηκαν μέσα στην κρίση, μέσα από συνεργασίες σε κρίσιμους τομείς, ώστε να καλυφθούν με ευελιξία κι αποτελεσματικότητα υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες και ελλείψεις στην αντιμετώπιση αυτής ή άλλης επιδημίας, να ανακάμψει η οικονομία κι η εργασία και να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή.

Μακροχρόνιες στρατηγικές πρόληψης και ολοκληρωμένης διαχείρισης κρίσεων – στο πλαίσιο της πολιτικής προστασίας αλλά και του εκπαιδευτικού συστήματος – με τρόπο που να ενισχύεται η η ενεργός συμμετοχή των πολιτών και η ανθεκτικότητα των κοινωνιών απέναντι σε πολλαπλές προκλήσεις.

Τα μέτρα γενικού χαρακτήρα πρέπει να συνοδεύονται κι από εξειδικευμένα μέτρα που λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές πολιτισμικές και κοινωνικές πραγματικότητες και δίνουν ρόλο στους/ις επηρεαζόμενους/ες ώστε να συν-διαμορφώνουν τις πολιτικές και τα μέτρα που τους/τις αφορούν (για παράδειγμα: οργανώσεις ασθενών, Ρομά, πρόσφυγες, ηλικιωμένοι, μικροί. ορεινοί και νησιωτικοί Δήμοι, γυναίκες, νέοι κ.ά.).

Σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση ασθενειών μπορεί να έχουν:

– η δημόσια χρηματοδότηση στην διεπιστημονική έρευνα για την “οικολογία της ασθένειας” καθώς και στην έρευνα για παραγωγή φαρμάκων κι εμβολίων, με προϋπόθεση την δίκαιη πρόσβαση σε αυτά όλων των χωρών και των ανθρώπων,

– η ενίσχυση συμμαχιών μεταξύ δημοσίων, ιδιωτικών, ερευνητικών, φιλανθρωπικών και κοινωνικών φορέων όπως το CEPI,

η ενίσχυση της τεχνολογικής έρευνας και των εφαρμογών της στην προσπάθεια αντιμετώπισης των ασθενειών με ταυτόχρονη υιοθέτηση κοινών ευρωπαϊκών κανόνων και σε σεβασμό στα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν (π.χ. χρήση ρομπότ σε νοσοκομεία ή τεστ γρήγορης ανάλυσης) όσο και τα ηθικά και κοινωνικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει μια λανθασμένη ή άκριτη αποδοχή τους (π.χ. καταγραφή κινήσεων νοσούντων, στιγματισμός, πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων κ.ά.),

Το βασικό ερώτημα είναι πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος στον οποίο επιστρέφουμε. Θα είναι ο ίδιος ή θα είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος; Και πώς θα τον συνδιαμορφώσουμε για να είναι πιο ανθεκτικός, δίκαιος, περιεκτικός και βιώσιμος;

This post is licensed under:  CC-BY-NC-SA 4.0

* Ο Νίκος Χρυσόγελος είναι πρώην ευρωβουλευτής των Πράσινων, πρόεδρος της ΔΕ της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης “Άνεμος Ανανέωσης” και μέλος του ελληνικού Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας

Leave a Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.